-
1 έθλιψα
-
2 ἔθλιψα
-
3 θλίβω
θλῐβ-ω [pron. full] [ῑ], Ar. Pax 1239, etc.: [tense] fut. θλίψω ([etym.] ἀπο-) E.Cyc. 237: [tense] aor.A , Call.Del.35: [tense] pf.τέθλῐφα Crobyl.4
(cj.), Plb.18.24.3:—[voice] Med., [tense] fut. θλίψομαι (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut. θλῐβήσομαι v.l. in Sor.1.33: [tense] aor. 1 , Arist.Pr. 925b20: [tense] aor. 2 part. θλῐβείς ib.13, v.l. in Dsc.3.7 (cf. subj.ἐκφλῐβῇ Hp. Loc.Hom.9
): [tense] pf. , AP7.472.5 (Leon.):— squeeze, chafe, θλίβει τὸν ὄρρον [ὁ θώραξ] Ar. Pax 1239, cf. Lys. 314;τοὺς ὄφεις θλίβων D.18.260
; ὅπου με θλίβει where [the shoe] pinches, Plu.2.141a: metaph.,δούλης ὦτα νωθρίη θλίβει Herod.4.53
: abs., exercise pressure, Plot.3.6.6:—[voice] Pass., of a person heavy-laden, ὡς θλίβομαι! Ar.Ra.5, cf. V. 1289:—[voice] Med., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται (v.l. φλίψεται) ὤμους he will rub his shoulders against many doorposts, of a beggar, Od.17.221: χείλεα θλίβειν, of kissing, Theoc.20.4.II compress, straiten, Pl.Ti. 60c; reduce, compress,εἰς τὸ μὴ ὂν τὰ ὄντα θλίβοντες Epicur.Ep.1p.16U.
:—[voice] Pass., to be compressed, Pl.Ti. 91a;ὥστε ἐξωθεῖσθαι τὸ ἧσσον θλιβόμενον ὑπὸ τοῦ μᾶλλον θλιβομένου Archim. Fluit.1
Prooem.; θλιβομένα καλύβα a small, close hut, Theoc. 21.18; ὁδὸς τεθλιμμένη, opp. εὐρύχωρος, Ev.Matt.7.14; βίος τεθλ. a scanty subsistence, D.H.8.73, cf.AP7.472.5 (Leon.).2 metaph., oppress, afflict, distress,ἀνάγκη ἔθλιψέ τινα Call.Del.35
;θ. καὶ λυμαίνεσθαι τὸ μακάριον Arist.EN 1100b28
;θ. τὰς πόλεις τοῖς ὀψωνίοις SIG 700.25
(Macedonia, ii B.C.); press hard in battle, Plb.18.24.3:— [voice] Pass.,θ. διὰ τὸν πόλεμον Arist.Pol. 1307a1
; (ii B.C.);ὑπὸ τῆς ἀδοξίας Phld.Lib.p.61
O.—Once in Hom., never in Trag. -
4 θλίβω
θλίβω fut. θλίψω; 1 aor. ἔθλιψα. Pass.: fut. 3 sg. θλιβήσεται Job 20:22; 2 aor. ἐθλίβην; pf. ptc. τεθλιμμένος (s. next entry; Hom.+; ins, pap, LXX, pseudepigr.; Philo; Jos., Bell. 3, 330, Ant. 20, 111; SibOr; Mel., P. 80, 587).① to press or crowd close against, press upon, crowd τινά someone (Sir 16:28 v.l.; JosAs 23:8 τὸν πόδα) Mk 3:9 (cp. Appian, Bell. Civ. 4, 45, §194 ἐπιθλίβω τινά=crowd around someone).② to cause someth. to be constricted or narrow, press together, compress, make narrow (Dionys. Hal. 8, 73 βίοι τεθλιμμένοι, provisions that have become scarce; ὁ θεὸς ἔθλιψεν τὴν σελήνην GrBar 9:7); pass. of space that is limited (of small living quarters Theocr. 21, 18 θλιβομένα καλύβα= tight quarters; Lucian, Alex. 49 τ. πόλεως θλιβομένης ὑπὸ τ. πλήθους =the city jammed full w. a multitude) ἔν τινι τόπῳ τεθλιμμένῳ καὶ πεπληρωμένῳ ἑρπετῶν πονηρῶν a tight place and full of bad snakes = a place jammed full with bad snakes ApcPt 10:25 (the misery is twofold: tight quarters to begin with and being totally surrounded by snakes). Of a road (w. a corresp. στενὴ πύλη) ὁδὸς τεθλιμμένη a narrow, confined road and therefore a source of trouble or difficulty to those using it Mt 7:14 (TestAbr A 11 p. 88, 30 [Stone p. 24]; s. KBornhäuser, Die Bergpredigt 1923, 177ff); on the imagery s. AMattill, JBL 98, ’79, 531–46; Betz, SM 527: “The chances of failure are greater than the chances of success, a sobering message.”③ to cause to be troubled, oppress, afflict τινά someone (Dt 28:53; Lev 19:33; SibOr 3, 630) 2 Th 1:6. τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον oppress the Holy Spirit Hm 10, 2, 5; χρεώστας θ. oppress debtors 8:10.—Pass. be afflicted, distressed (UPZ 42, 22 [162 B.C.]; PsSol 1:1 al.) 2 Cor 1:6; 4:8; 7:5; Hb 11:37; Hm 2:5. θλιβείς by suffering B 7:11. θλιβεὶς τῇ γνώμῃ τινός distressed by someone’s scheming IPhld 6:2. ψυχὴ θλιβομένη distressed soul Hs 1:8 (PGM 1, 213 θλίβεταί[?] μου ἡ ψυχή; TestSol 1:4 θλιβομένης μου τῆς ψυχῆς; Mel., P. 80, 587; Proclus on Pla., Crat., 72, 3 Pasqu. δαίμονες θλίβουσι τ. ψυχάς; Nicetas Eugen. 2, 27 H. ψυχὴ τεθλιμμένη; cp. Philo, De Ios. 179). On Hs 8, 10, 4 s. Bonner 113 note.—Subst. ὁ θλιβόμενος the oppressed (one) (TestSol D 4, 11 παραμυθία των θ.; JosAs 12:11 τῶν θλιβομένων βοηθός; Diod S 13, 109, 5 οἱ θλιβόμενοι=those who were hard pressed) 1 Ti 5:10; ISm 6:2; B 20:2; D 5:2. Esp., as in some of the aforementioned pass., of the persecution of Christians 1 Th 3:4; 2 Th 1:7. θλιβῆναι πάσῃ θλίψει suffer every kind of affliction Hs 6, 3, 6; cp. 7:1ff; 8, 10, 4. ὑπὲρ τοῦ νόμου θλιβέντες persecuted for the law (i.e., for the way of life that is in accordance with the instructions of Jesus) 8, 3, 7.—DELG. M-M. EDNT. TW.
См. также в других словарях:
ἔθλιψα — ἔθλῑψα , θλίβω squeeze aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — έθλιψα, θλίφτηκα και θλίβηκα, θλιμμένος 1. προξενώ λύπη, στενοχωρώ: Με θλίβει το γεγονός αυτό. – Έθλιψε την Ελλάδα νύχτα αιώνων (Κάλβος). 2. ζουλώ, πιέζω. 3. το παθ., θλίβομαι λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Θλίβομαι που τον βλέπω σε τέτοια κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-βω — κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής (πρβλ. ανάβω, θάβω, κλέβω, κόβω, νίβω, ράβω, σκύβω, στύβω), που προήλθαν με μεταπλασμό από τα αρχαία ρήματα σε πτω, εξαιτίας του αορίστου σε ψα, που ήταν κοινός τόσο σε ρήματα της αρχαίας που σχημάτιζαν τον… … Dictionary of Greek
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
θάπτω — (AM θάπτω) βλ. θάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ τω < *θαφ , το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ και ταφ (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα τω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
θρύβω — (Μ θρύβω) θρυμματίζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω, αναλογικά προς άλλους ενεστ. σε βω, επειδή συνέπιπταν οι αόριστοι ( ψα) και οι μέλλοντες ( ψω) κατά το σχήμα έθλιψα θλίψω θλίβω, έτριψα τρίψω τρίβω έγινε και έθρυψα θρύψω θρύβω] … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… … Dictionary of Greek