Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καταιβατός

См. также в других словарях:

  • καταιβατός — καταιβατός, ή, όν (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού καταβατός. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καταιβάτης] …   Dictionary of Greek

  • καταιβαταί — καταιβατός by which fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβατάς — καταιβατά̱ς , καταιβατός by which fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»