-
1 καταιβατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιβατός
-
2 καταιβατός
καται-βατός: to be descended, passable, Od. 13.110†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταιβατός
-
3 καταιβαταί
καταιβατόςby which: fem nom /voc pl -
4 καταιβατάς
καταιβατά̱ς, καταιβατόςby which: fem acc pl -
5 καταβατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβατός
См. также в других словарях:
καταιβατός — καταιβατός, ή, όν (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού καταβατός. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καταιβάτης] … Dictionary of Greek
καταιβαταί — καταιβατός by which fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιβατάς — καταιβατά̱ς , καταιβατός by which fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)