Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λεωφόρου

См. также в других словарях:

  • λεωφόρου — λαοφόρος bearing people masc/fem/neut gen sg λεωφόρος bearing people masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Panathinaikos F.C. — Main article: Panathinaikos Panathinaikos F.C. Full name Panathinaikos Football Club Nickname(s) Το τριφύλλι (The Shamrock) Οι πράσινοι (The Greens) …   Wikipedia

  • Апостолос Николаидис (стадион) — Стадион Апостолос Николаидис Оригинальное название Στάδιο Απόστολος Νικολαΐδης Неофициальное название Стадион Леофорос Александрас (греч …   Википедия

  • ξεμπλοκάρισμα — το [ξεμπλοκάρω] 1. ελευθέρωση, άνοιγμα διεξόδου («το ξεμπλοκάρισμα τής λεωφόρου») 2. αποδέσμευση …   Dictionary of Greek

  • όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πειραϊκός — (I) ή, ό / πειραϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πειραιάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά (α. «Πειραϊκός Σύνδεσμος» β. «Σύλλας τὸ μεταξὺ τῆς Πειραϊκῆς πύλης καὶ τῆς ἱερᾱς κατασκάψας», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… …   Dictionary of Greek

  • χθαμαλώ — όω, Α [χθαμαλός] κάνω κάτι χαμηλό, ισοπεδώνω («τὰ σκολιὰ τῆς λεωφόρου κατευθύνειν καὶ χθαμαλοῡν τὰ δύσβατα», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»