Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀξύτατα

См. также в других словарях:

  • ὀξύτατα — ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυτάτας — ὀξυτάτᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl ὀξυτάτᾱς , ὀξύς 2 sharp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύτατ' — ὀξύτατα , ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc pl ὀξύτατε , ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύταται , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • быстро — (9*) нар. 1.Нар. к быстрыи: быстро поидѣмъ СбТр XII/XIII, 21; старци быстро шествоваху КТур XII сп. XIV, 6; Нынѣ новоражаѥмии агньци, быстро путь перуще, скачють, и скоро къ мт҃рмъ възращающесѩ, веселѩтсѩ Там же, 21; зосима же забы свою старость …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Κλίνγκερ, Μαξ — (Max Κlinger, 1857 – 1920). Γερμανός ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Στις χαλκογραφίες του απεικονίζει, με φαντασία αλλά και τραγική απαισιοδοξία, σκηνές και πρόσωπα της καθημερινής ζωής, ενώ παράλληλα θίγει οξύτατα κοινωνικά προβλήματα της… …   Dictionary of Greek

  • Τζιολίτι, Τζοβάνι — (Giolitti, 1842 – 1928). Ιταλός πολιτικός. Σπούδασε νομικά και έγινε δημόσιος υπάλληλος. Το 1882 ασχολήθηκε με την πολιτική και εξελέγη βουλευτής. Το 1889 έγινε υπουργός Οικονομικών και το 1892 πρωθυπουργός αλλά σύντομα παραιτήθηκε και αποσύρθηκε …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱԳ — (արագունք կամ արագք.) NBH 1 0336 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ա. ԱՐԱԳ (լծ. հյ. առաջ, առ աք. յն. արղի՛ս. թ. թիւկրիւգ) Որ եւ ԵՐԱԳ. ταχύς, ὁξύς celer, citus, acutus, et velox Շոյտ. փո՛յթ, կամ սու՛ր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»