-
41 σκεψις
εως ἥ1) рассматривание, разглядывание(ἥ διὰ τῶν ὀμμάτων σ. Plat.)
2) рассмотрение, исследование, разбор(τινός, περί τινος и περί τι Plat.)
3) колебание, сомнениеσκέψιν παύειν Anth. — класть предел сомнениям
4) филос. скептическая школа -
42 Ἄργος
Ἄργος (-εος, -ει, -εϊ, -ος) where were held the Heraia or Hekatombaia, the prize being a bronze shield.1ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν O. 7.83
ἀφίκοντο δέ οἱξένοι ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
Ἄργεί τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν (sc. Ἐφάρμοστος) O. 9.88 Ἄργει θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις sc.ἐνίκησαν O. 13.107
τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων) P. 5.70ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (sc. Ἄδραστος) N. 9.14Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.2
ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργεϊ μὴ κρύπτειν φάος ὄμματων N. 10.40
Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει (sc. γέρας ἔχει. cf. Paus., 2. 18. 1.) I. 5.33 Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον; I. 7.11ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29
ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος (sc. ἐξοχώτατά ἐστι) cf. 106. 5. -
43 κρύπτω
κρύπτω (κρύπτε, -έτω; -ειν: aor. κρύψε(ν), (ἔ)κρυψαν; κρύψαι: med. pf. κε̆κρυπται: pass. κε̆κρύφθαι: plupf. κέκρυπτο.)a concealκρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις O. 6.31
μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος keep in obscurity O. 7.92ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων lower my gaze N. 10.40 ταύταν (sc. κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 6. τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον concealed in shadow of Aigina, the nymph and island Pae. 6.138 med., ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10. pass., ἀλλ' ἔν/ κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ (sc. Ἴαμος: ἐγκέ- κρυπτο, -ετο codd., corr. Boeckh. Snell) O. 6.54φαντὶ δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57
b buryτὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις N. 9.25
ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74
-
44 φάος
φᾰος (φάος, -ει, -ος.)a lit.,I lightἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75
esp., light of day,φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ P. 6.14
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν N. 7.3
ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.II light of this world, lifeἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.44
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. O. 4.15, I. 6.62III light, gazeἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40
II met.,I light ( of fame), splendourτόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
cf. ] το βιότῳ φάος[ ?fr. 334a. 7.τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί-νειν N. 4.38
of pers.,εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17
II light ( of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.)ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring P. 4.270 ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers.,ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.75
III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth I. 6.62c frag. τὸ δ' ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 10. -
45 βέλος
A missile, esp. arrow, dart, freq. in Hom.; of the piece of rock hurled by the Cyclops,τόντονδε βαλὼν β. Od.9.495
; of an ox's leg thrown by one of the suitors at Ulysses, 20.305; of a stool, 17.464; ὑπὲκ βελέων out of the reach of darts, out of shot, Il.4.465;ἐκ βελέων 11.163
;ἔξω βελῶν X.Cyr.3.3.69
, etc.;ἔξω βέλους Arr.An. 2.27.1
, Luc.Hist.Conscr.4; opp. ἐντὸς βέλους, D.S.20.6, Arr.An. 1.2.5; εἴσω β. παρελθεῖν ib.1.6.8.2 used of any weapon, as a sword, Ar.Ach. 345, cf. S.Aj. 658; an axe, E.El. 1159; the sting of a scorpion, A.Fr. 169; of the gad-fly, Id.Supp. 556.3 ἀγανὰ βέλεα of Apollo, Il.24.759, Od.3.280, and of Artemis, ib.5.124, denote sudden, easy death of men and women respectively; βέλος ὀξύ, of Ilithyia, pangs of childbirth, Il.11.269, cf. Theoc.27.29.4 after Hom. of anything swift-darting, Διὸς βέλη the bolts of Zeus, lightnings, Pi.N.10.8, cf. Hdt.4.79, etc.;Ζηνὸς ἄγρυπνον β. A.Pr. 360
; πύρπνουν β. ib. 917; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of a storm, ib. 373;πάγων δύσομβρα β. S.Ant. 358
: metaph., ὀμμάτων β. glance of the eye, A.Ag. 742; φίλοικτον β. a piteous glance, ib. 241 (lyr.); ἱμέρου β. the shaft of love, Id.Pr. 649;θυμοῦ βέλη S.OT 893
(s.v.l.); of arguments,πᾶν τετόξευται β. A.Eu. 679
, cf. Pl.Phlb. 23b; β. τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος, of invective, Lib.Or.51.8; of mental anguish or fear,ἄτλατον β. Pi.N. 1.48
(v.l. δέος) . -
46 δυσαντίβλεπτος
δῠσαντί-βλεπτος, ον,A hard to look in the face, Plu.Marc.23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.ND20
; hard to face,ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. in Metaph.178.30
; hard to vie with, Philostr. Jun.Im.Praef.;ὠφέλεια Agathin.
ap. Orib.10.7.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαντίβλεπτος
-
47 κατάστασις
I trans., settlement, establishment, institution,χορῶν A.Ag.23
, cf. Ar. Th. 958;πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188
; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R. 557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph. 1266.2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R. 414a, 425d;τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2
, etc.;αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg. 768d
.b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.5 pleading of a case,τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55
(iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.;αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al. 1438a2
; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.6 settling, quieting, calming,εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph. 247b27
; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (- ησις codd.) ;πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def. 412d
;κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e
; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb. 46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib. 42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh. 1369b34
.8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.II intr., standing firm, settled condition, fixedness,κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj. 1247
.2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173;ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83
;ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr. 495
; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20;αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15
;ἀέρος Thphr.HP8.8.7
;λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1
, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4
;κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4
; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med. 1197, Plu.2.260c;κ. κακῶν E.Hipp. 1296
; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh. 111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr. 205;τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R. 547b
;οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA 601b7
; equiv. to διάθεσις, Id.Rh. 1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.3 settled order or method, system,ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278
; esp. of political constitutions,ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173
;Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92
.β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R. 426c
;κ. πολιτείας Id.Lg. 832d
, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ.. τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R. 550c;ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55
, cf. 26, Arist.Pol. 1292a35;τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741
([place name] Aphrodisias);ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b
.5 Gramm., construction,ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3
(but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστασις
-
48 κομίζω
Aκομιῶ Od.15.546
, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec. 800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): [tense] aor. ἐκόμισα, [dialect] Ep.ἐκόμισσα Il.13.579
,κόμισσα Od.18.322
,κόμισα Il.13.196
; [dialect] Dor.ἐκόμιξα Pi.P.4.159
: [tense] pf.κεκόμικα Hdt.9.115
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , Th.1.113, etc.; [dialect] Ion. - ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late : [tense] aor.ἐκομισάμην Hdt.6.118
, etc.; [dialect] Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—[voice] Pass., [tense] fut. - ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: [tense] aor.ἐκομίσθην Hdt.1.31
, Th.5.3, etc.: [tense] pf.κεκόμισμαι D.18.241
: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: ([etym.] κομέω):—take care of, provide for,τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541
;τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546
;ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113
, etc.;κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322
, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch. 262, 344; receive, treat,φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65
codd.:—more freq. in [voice] Med.,καί σε.. κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284
, cf. Od.14.316;Σίντιες.. ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594
;κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127
, cf. Is.1.15:—[voice] Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451.2 of things, attend, give heed to,τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490
, Od.21.350;κτήματα μὲν.. κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355
; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.;τὸν χρυσόν Hdt.1.153
; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—[voice] Med.,ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op. 393
; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up.., ib. 600.II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον.. κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in [voice] Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT 774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν.. ἑταῖροι 3.378
, cf. 13.579; later, simply, save, rescue,ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56
;ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14
; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr. 1264, cf. S.Aj. 1397:—in [voice] Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch. 683, cf. Hdt.4.71.2 carry off as a prize or booty,χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875
;κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738
; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19;ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC 1411
:—in [voice] Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp. 432; ; ; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib. 621d;κ. τί τινος S.OT 580
;τι παρά τινος Th.1.43
;τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10
; gather in, reap,καρπόν Hdt.2.14
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231;κεκόμισται χάριν Id.21.171
;ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14
, cf. Is.5.22; simply, receive, (Halic., iv/iii B.C.); (iii B.C.) ;μισθόν IG42(1).99.24
(Epid., ii B.C.);ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3
Fr. 84.3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—[voice] Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286.4 carry, convey,κόμισαν δέπας 23.699
, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant. 444:—[voice] Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag. 1035, cf. Pr. 394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Med. sts. occur,κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62
;οἳ ἂν κομίσωνται.. ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185
;ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr. 167
(lyr.).5 bring to a place, bring in, introduce,κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj. 530
; import, Pl.R. 370e, etc.; ;κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28
;οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN 1096a17
, cf. Metaph. 990b2:—in [voice] Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118
;ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63
, cf. Ar.V. 833.6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph. 841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd. 113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc. 1064;κ. ναῦς Th.2.85
;ἄρχοντα Id.8.61
.7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44;πάλιν κ. Pl.Phd. 107e
, etc.8 get back, recover, Pi.O.13.59;τέκνων.. κομίσαι δέμας E.Supp. 273
(hex.), cf. 495:—[voice] Med., get back for oneself, , cf. IT 1362;τὴν βασιλείαν Ar.Av. 549
;τοὺς ἄνδρας Th.1.113
, cf. 4.117;τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103
;τὰ πρέποντα Id.4.98
;ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22
; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.;διπλάσια Lys.19.57
;τόκους πολλαπλασίους Pl.R. 556a
, etc.;κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70
; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8.9 metaph., rescue from oblivion,ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30
.10 bring, give,θράσος.. ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804
(anap.):—[voice] Act. and [voice] Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon. 539, cf. 89, 668.12 Medic., extract, remove, Gal.2.632.III [voice] Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.;ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33
, cf. 73;κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R. 614b
. -
49 μαρμαρυγή
μαρμᾰρῠγ-ή, ἡ,A flashing, sparkling, gleaming, , cf. Pl.Criti. 116c, Plu.Caes.69;ἡ τοῦ οὐρανοῦ μ. Dam.Pr. 213
;αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μ. Damian.Opt.2
, cf. Adam.1.16.2 ' seeing sparks', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R. 518a.3 of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of the dancers' feet. Od.8.265, cf.h.Ap. 203.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμαρυγή
-
50 σέλας
Aσέλαϊ Il.17.739
, [var] contr.σέλᾳ Od.21.246
; gen.σέλαος Plot.6.7.33
, : pl. , al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. codd. ( σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame,πυρός Il.19.366
, al.; καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο, ib. 375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων ς. Od.18.354, Hes.Sc. 275;σ. λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39
;ἀπὸ.. λάμπε γυίων σ. ὧτε πυρός B.16.104
; Ἥφαιστος.. λαμπρὸν ἐκπέμπων ς., of a beacon fire, A.Ag. 281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph. 986; ; ἐφέστιον ς. S.Tr. 607; of the heavenly bodies,σ. γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374
; ἁλίου ς. A.Eu. 926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av. 1711; of day light, καθαρὸν ἁμέρας ς. Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj. 856; πρὶν θεοῦ δῦναι ς. E.Supp. 469;τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra. 409b
; lightning, flash of lightning, δαιόμενον ς. Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς ς. S.OC95;σ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28
; meteor, Arist.Mu. 395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν ς. A.Pr. 358, cf. E.Cyc. 663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς ς. Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σ. ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.). -
51 σκέψις
A viewing, perception by the senses, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων ς. Pl.Phd. 83a; observation of auguries, Hdn.8.3.7.II examination, speculation, consideration,τὸ εὕρημα πολλῆς σκέψιος Hp. VM4
, cf. Pl.Alc.1.130d; βραχείας ς. Id.Tht. 201a; νέμειν σ. take thought of a thing, v.l. in E.Hipp. 1323; ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ ς. Ar.Ra. 974;σ. ποιεῖσθαι Pl.Phdr. 237d
;σ. προβέβληκας Id.Phlb. 65d
;σ. λόγων Id.R. 336e
; σ. περί τινος inquiry into, speculation on a thing, Id.Grg. 487e, etc.; ;ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν X. Oec.6.13
.2 speculation, inquiry,ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Arist.Pol. 1254a34
; ἔξω τῆς νῦν ς. Id.Ph. 228a20; οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης ς. Id.EN 1155b9, etc.3 hesitation, doubt, esp. of the Sceptic or Pyrthonic philosophers, AP7.576 (Jul.); the Sceptic philosophy, S.E.P.1.5; οἱ ἀπὸ τῆς ς. the Sceptics, ib. 229.4 in politics, resolution, decree,συνεδρίον Hdn.4.3.9
, cf. Poll.6.178. -
52 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859. -
53 φαιδρός
A bright, beaming, ;ἁλίου σέλας A.Eu. 926
(lyr.); ;τράπεζαι Cratin.301
(troch.);κρατήρ Alex.119.1
; of sparkling water, λευκῶν φαιδροτέρην λιβάδων (of a woman), AP7.218 (Antip. Sid.);ἀήρ Poll.9.20
.2 metaph., beaming with joy, bright, cheerful (opp. στυγνός, X.An.2.6.11),φ. πρόσωπον Sol.42.3
, S.El. 1297, etc.;φ... ὄμμασι δέξασθε.. βασιλέα A.Ag. 520
;φ. φρενὶ δέξασθαι Id.Ch. 565
;φ. κάρα S.El. 1310
;ὄμμα φ. ὡς εἶδον τέκνων E. Med. 1043
; φαιδροῖς ὠσίν, of a horse pricking his ears, Ar. Pax 156 (anap.); of persons, of glad countenance, cheerful, X.Cyr.3.3.59, Gal.6.186, 16.615 ([comp] Comp.), etc.;φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ Ar.Eq. 550
(anap.); ;κυνὲς ἀπὸ τῶν προσώπων φ. Id.Cyn.4.2
; ἐπί τινι φ. glad at a thing, D.18.323. Adv. - δρῶς joyously, cheerily,φ. βιοτεύων X.Cyr.4.6.6
, cf. 4.2.11; neut. pl. φαιδρά as Adv.,φ. γοῦν ἀπ' ὀμμάτων σαίνει με
with happy smile,S.
OC 319, cf. Fr. 766 (anap.).II masc. pr. n., properisp. Φαῖδρος: fem. Φαίδρα, [dialect] Ion. Φαίδρη, parox. (Cf. Lith. gi[etilde]dras 'fair, clear (weather, sky)'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαιδρός
-
54 ἀστράπτω
Aἀστράπτεσκον Mosch.2.86
: [tense] fut.ἀστράψω Cratin.53
, Nonn.D.33.376: [tense] aor.ἤστραψα Il.17.595
, etc.:—lighten, hurl lightnings, freq. of omens sent by Zeus,ἀστράπτων ἐπιδέξι' Il.2.353
; ; ; ;οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα Ar.Ach. 531
, cf. V. 626.2 impers., ἀστράπτει it lightens, ἤστραψε it lightened,οὐρανοῦ δ' ἄπο ἤστραψε S.Fr. 578
, cf. Arist.Rh. 1392b27.II flash or glance like lightning, (lyr.); κατάχαλκον ἀ. πεδίον gleams with brass, E.Ph.III; soἀ. χαλκῷ X. Cyr.6.4.1
; of the face,εἶδον τὴν ὄψιν.. ἀστράπτουσαν Pl.Phdr. 254b
;ἀ. τοῖς ὄμμασι X.Cyn.6.15
; of flowers, bright,Nic.
Fr.74.64: c. acc. cogn., ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε.. σέλας (sc. Τυφών) flashed flame from his eyes, A.Pr. 358;ἵμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος AP12.161
(Asclep.), cf. Mosch. l.c.;ἤστραψε γλυκὺ κάλλος AP12.110
(Mel.).2 of persons, to be brilliant, conspicuous,ἔν τινι Opp.C.1.361
,2.23.III trans., consume with lightning, dub. in Cratin.53.2 illuminate, τι Musae.276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστράπτω
-
55 ἀχλύς
A ) mist, Od.20.357; elsewh. in Hom. of a mist over the eyes, as of one dying,κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀ. Il.5.696
; as result of ulceration,ἀχλύες Hp.Prorrh.2.20
, cf. Thphr.HP7.6.2, Dsc.2.78 (pl.), Aët.7.27; or in emotion,Ἔρως πολλὴν κατ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν Archil.103
; of drunkenness,πρὸς ὄμμ' ἀ. ἀμβλωπὸς ἐφίζει Critias 6.11
D.; of one whom a god deprives of the power of seeing and knowing others,κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Il.20.321
; ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν ib. 341, cf. 5.127, 15.668:— personified as Sorrow,πὰρ δ' Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, χλωρή, ἀϋσταλέη Hes.Sc. 264
.2 metaph.,δνοφεράν τιν' ἀχλὺν.. αὐδᾶται A.Eu. 379
(lyr.), cf. Pers. 668 (lyr.);ἀχλὺν ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀφελεῖν D.C.38.19
;διάνοια ἀχλύος γέμουσα Plu.2.42c
. -
56 ἐκ
ἐκ, before a vowel [full] ἐξ, alsoAἐξ τῳ ϝοίκῳ Inscr.Cypr. 135.5
H., in [dialect] Att. Inscrr. before ς ξ ζ ρ and less freq. λ ; ἐγ- in Inscrr. before β γ δ λ μ ν ; Cret. and [dialect] Boeot. [full] ἐς Leg.Gort.2.49, Corinn.Supp.2.67 ; ἐχ freq. in [dialect] Att. Inscrr. before χ φ θ (and in early Inscrr. before ς, IG12.304.20) ; also ἐ Ναυπάκτω ib.9(1).334.8 ([dialect] Locr.) ; (ἐτ is for ἐπὶ in ib 9(2).517.14 (Thess.)):—Prep. governing GEN. only (exc. in Cypr. and Arc., c. dat., Inscr.Cypr.135.5 H. ([place name] Idalium), (in form ἐς) IG5(2).6.49 (Tegea, iv B.C.)):—radical sense, from out of, freq. also simply, from.I OF PLACE, the most freq. usage, variously modified:1 of Motion, out of, forth from, , cf.Pl.Prt. 321c, etc. ;μάχης ἔκ Il.17.207
;ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν 24.288
; ἐξ ὀχέων, ἐξ ἕδρης, 3.29, 19.77 ;φεύγειν ἐκ πολέμοιο 7.119
;ἐκ τῶν πολεμίων ἐλθεῖν X.Cyr.6.2.9
;ἐκ χειρῶν γέρας εἵλετο Il.9.344
, cf. S.Ph. 1287 (but ἐκ χειρὸς βάλλειν or παίειν to strike with a spear in the hand, opp. ἀντιτοξεύειν or ἀκοντίζειν, X.An.3.3.15, Cyr.4.3.16 ; ἐκ χειρὸς τὴν μάχην ποιεῖσθαι ib.6.2.16, cf. 6.3.24, etc.) ; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν ib.5.3.3 ;ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι Pl.Com.190
.2 ἐκ θυμοῦ φίλεον I loved her from my heart, with all my heart, Il.9.343 ;ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάσασθαι X.Oec.10.4
;μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.) ;δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(anap.) ;οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις S.El. 344
; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι receive with kindly heart, Id.OC 486 ; ; ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων with chariot still upright, Id.El. 742 ;ἐξ ἀκινήτου ποδός Id.Tr. 875
;ἐξ ἑνὸς ποδός Id.Ph.91
.3 to denote change or succession, freq. with an antithetic repetition of the same word, δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ one evil comes from (or after) another, Il.19.290 ;ἐκ φόβου φόβον τρέφω S.Tr.28
; πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβειν, ἀλλάττειν, Pl. Sph. 224b, Plt. 289e ;λόγον ἐκ λόγου λέγειν D.18.313
;πόρους ἐκ πόρων ὑπισχνούμενοι Alciphr.1.8
;ἀπαλλάττειν τινὰ ἐκ γόων S.El. 291
;ἐκ κακῶν πεφευγέναι Id.Ant. 437
: hence, instead of,τυφλὸς ἐκ δεδορκότος Id.OT 454
;λευκὴν..ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Id.Ant. 1093
; , cf. X. An.7.7.28, etc.4 to express separation or distinction from a number, ἐκ πολέων πίσυρες four out of many, Il.15.680 ;μοῦνος ἐξ ἁπάντων σωθῆναι Hdt.5.87
; εἶναι ἐκ τῶν δυναμένων to be one of the wealthy, Pl.Grg. 525e ; ἐμοὶ ἐκ πασέων Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν to me out of (i.e. above) all, Il. 18.431, cf. 432 ;ἐκ πάντων μάλιστα 4.96
, cf. S.Ant. 1137 (lyr.), etc. ; redundant,εἷς τῶν ἐκ τῶν φίλων σου LXX Jd.15.2
.5 of Position, outside of, beyond, chiefly in early writers, ἐκ βελέων out of shot, Il.14.130, etc. ; ἐκ καπνοῦ out of the smoke, Od.19.7 ; ἐκ πατρίδος banished from one's country, 15.272 ; ἐκ μεσου κατῆστο sate down apart from the company, Hdt.3.83 ; ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι out of its accustomed quarters, Id.2.142; ἐξ ὀφθαλμῶν out of sight, Id.5.24 ; ἐξ ὁδοῦ out of the road, S.OC 113.6 with Verbs of Rest, where previous motion is implied, on, in, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθος..πῦρ lighted a fire from (i.e. on) his helmet, Il.5.4 ; ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο washed his body in the river ( with water from the river), Od.6.224 : freq. with Verbs signifying hang or fasten, σειρήν..ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες having hung a chain from heaven, Il.8.19 ; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα he hung his lyre from (i.e. on) the peg, Od.8.67 ; ἀνάπτεσθαι ἔκ τινος fasten from i.e. upon) a thing, 12.51 ;μαχαίρας εἶχον ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Il.18.598
; πρισθεὶς ἐξ ἀντύγων gripped to the chariot-rail, S.Aj. 1030, etc.; ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα leading it [ by a rein] upon her arm, Hdt.5.12 : with Verbs signifying hold, lead, ἐξ ἐκείνων ἔχειν τὰς ἐλπίδας to have their hopes dependent upon them, Th.1.84 ; ἐκ χειρὸς ἄγειν lead by the hand, Bion Fr.7.2 ; ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι ib.6.2 ;ἐκ τῆς οὐρᾶς λαμβάνεσθαι Luc.Asin.23
: with the Art. indicating the place of origin, οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι the robbers of the islands, Th.1.8, cf. 2.5, 13 ; τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας those in the sea-fight, Pl. Ap. 32b ; τοὺς ἐκ τῶν σκηνῶν those in the tents, D.18.169 ;ἁρπασόμενοι τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν X.Cyr.7.2.5
;οἱ ἐκ τοῦ πεδίου ἔθεον Id.An. 4.6.25
: even with Verbs of sitting or standing, εἰσεῖδε στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο from Olympus where she stood, Il.14.154 ; καθῆσθαι ἐκ πάγων to sit on the heights and look from them, S.Ant. 411 ;στὰς ἐξ ἐπάλξεων ἄκρων E.Ph. 1009
; ἐκ βυθοῦ at the bottom, Theoc.22.40 : phrases, ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς, on the right, left, X.Cyr.8.3.10, etc.; οἱ ἐξ ἐναντίας, οἱ ἐκ πλαγίοὐ ib.7.1.20 ; ἐκ θαλάσσης, opp. ἐκ τῆς μεσογείας, D.18.301.7 νικᾶν ἔκ τινος win a victory over.., Apoc.15.2.II OF TIME, elliptic with Pron. relat. and demonstr., ἐξ οὗ [ χρόνου] since, Il.1.6, Od.2.27, etc.; in apod., ἐκ τοῦ from that time, Il.8.296 ;ἐκ τούτου X.An.5.8.15
, etc. (but ἐκ τοῖο thereafter, Il.1.493, and ἐκ τούτων or ἐκ τῶνδε usu. after this, X.Mem.2.9.4, S.OT 235) ;ἐξ ἐκείνου Th.2.15
; ἐκ πολλοῦ (sc. χρόνου) for a long time, Id.1.68, etc.;ἐκ πλέονος χρόνου Id.8.45
; ἐκ πλείστου ib.68 ; ἐξ ὀλίγου at short notice, Id.2.11 (but also a short time since, Plu.Caes.28) ;ἐκ παλαιοῦ X.Mem.3.5.8
;ἐκ παλαιτάτου Th.1.18
.2 of particular points of time,ἐκ νεότητος..ἐς γῆρας Il.14.86
;ἐκ γενετῆς 24.535
; ἐκ νέου, ἐκ παιδός, from boyhood, Pl.Grg. 510d, R. 374c, etc.;ἐκ μικροῦ παιδαρίου D.53.19
; , etc.; καύματος ἔξ after hot weather, Il.5.865; νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης after clear weather, 16.365 ;ἐκ δὲ αἰθρίης καὶ νηνεμίης συνδραμεῖν ἐξαπίνης νέφεα Hdt.1.87
; so (like ἀπό II) ἐκ τῆς θυσίης γενέσθαι to have just finished sacrifice, ib.50, etc.; ἐκ τοῦ ἀρίστου after breakfast, X.An.4.6.21 ; ἐξ εἰρήνης πολεμεῖν to go to war after peace, Th. 1.120 ;γελάσαι ἐκ τῶν ἔμπροσθεν δακρύων X.Cyr.1.4.28
; ;τὴν θάλασσαν ἐκ Διονυσίων πλόϊμον εἶναι Thphr.Char.3.3
; ἐκ χειμῶνος at the end of winter, Plu. Nic.20.3 at, in,ἐκ νυκτῶν Od.12.286
;ἐκ νυκτός X.Cyr.1.4.2
, etc.; ;ἐκ μέσω ἄματος Theoc.10.5
; ἐκ τοῦ λοιποῦ or ἐκ τῶν λοιπῶν for the future, X.Smp.4.56, Pl.Lg. 709e.III OF ORIGIN,1 of Material, out of or of which things are made,γίγνεταί τι ἔκ τινος Parm.8.12
;ποιέεσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα Hdt.1.194
;πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp. 953
;εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Pl.R. 616c
;ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος αἰετοί Theoc.15.123
;στράτευμα ἀλκιμώτατον ἂν γένοιτο ἐκ παιδικῶν X.Smp.8.32
; συνετάττετο ἐκ τῶν ἔτι προσιόντων formed line of battle from the troops as they marched up, Id.An.1.8.14.2 of Parentage, ἔκ τινος εἶναι, γενέσθαι, etc., Il. 20.106,6.206, etc.; ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί (where γένος is acc. abs.) 5.896 ;σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης 19.111
;ὦ παῖ πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέως S.Ph. 260
;πίρωμις ἐκ πιρώμιος Hdt.2.143
;ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν Pl.Phdr. 246a
;τὸν ἐξ ἐμῆς μητρός S.Ant. 466
, etc.3 of Place of Origin or Birth,ἐκ Σιδῶνος..εὔχομαι εἶναι Od.15.425
, cf. Th.1.25, etc.;ἐκ τῶν ἄνω εἰμί Ev.Jo.8.23
; ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή the Areopagus, Arist.Ath.4.4, etc. ;οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aeschin.1.54
; οἱ ἐκ τοῦ Περιπάτου the Peripatetics, Luc.Pisc.43 ; ὁ ἐξ Ἀκαδημείας the Academic, Ath.1.34b ;οἱ ἐκ πίστεως Ep.Gal.3.7
;οἱ ἐξ ἐριθείας Ep.Rom.2.8
.4 of the Author or Occasion of a thing, ὄναρ, τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν, Il.1.63,2.197, cf. Od.1.33, A.Pers. 707, etc.; θάνατος ἐκ μνηστήρων death by the hand of the suitors, Od.16.447 ; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα walls built by them, Hdt.2.148 ; κίνημα ἐξ αὑτοῦ spontaneous motion, Plot.6.1.21 ;ὕμνος ἐξ Ἐρινύων A.Eu. 331
(lyr.) ;ἡ ἐξ ἐμοῦ δυσβουλία S.Ant.95
;ὁ ἐξ ἐμοῦ πόθος Id.Tr. 631
.5 with the agent after [voice] Pass. Verbs, by, Poet. and early Prose, ἐφίληθεν ἐκ Διός they were beloved of (i.e.by) Zeus, Il.2.669 ; κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός ib. 70;προδεδόσθαι ἐκ Πρηξάσπεος Hdt.3.62
;τὰ λεχθέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου Id.7.175
, cf. S.El. 124 (lyr.), Ant.93, Th.3.69, Pl.Ti. 47b;ἐξ ἁπάντων ἀμφισβητήσεται Id.Tht. 171b
;ὁμολογουμένους ἐκ πάντων X.An.2.6.1
; , cf. Pl.Ly. 204c : with neut. Verbs,ἐκ..πατρὸς κακὰ πείσομαι Od.2.134
, cf. A.Pr. 759 ;τλῆναί τι ἔκ τινος Il.5.384
;θνήσκειν ἔκ τινος S.El. 579
, OT 854, etc.;τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.1.1
.6 of Cause, Instrument, or Means by which a thing is done, ἐκ πατέρων φιλότητος in consequence of our fathers' friendship, Od.15.197 ;μήνιος ἐξ ὀλοῆς 3.135
;ἐξ ἔριδος Il. 7.111
;τελευτῆσαι ἐκ τοῦ τρώματος Hdt.3.29
; ἐκ τίνος λόγου; E. Andr. 548 ; ἐκ τοῦ; wherefore? Id.Hel.93 ;λέξον ἐκ τίνος ἐπλήγης X. An.5.8.4
; ποιεῖτε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ Μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας make yourselves friends of (i.e. by means of).., Ev.Luc.16.9 ;ζῆν ἔκ τινος X. HG3.2.11
codd.;ἐκ τῶν ἰδίων τρέφειν ἐμαυτόν Isoc.15.152
; (lyr.).7 in accordance with, ἐκ τῶνλογίων Hdt.1.64
;ὁ ἐκ τῶν νόμων χρόνος D.24.28
;ἐκ κελεύματος A. Pers. 397
, cf. Sophr.25 ;ἐκ τῶν ξυγκειμένων Th.5.25
; ἐκ τῶν παρόντων ib.40, etc.;ἐκ τῶν ἔργων κρινόμενοι X.Cyr.2.2.21
, cf. A.Pr. 485.8 freq. as periphr. for Adv.,ἐκ προνοίας IG12.115.11
; ἐκ βίας by force, S.Ph. 563 ; ;ἐκ παντὸς τρόπου ζητεῖν Pl.R. 499a
: esp. with neut. Adjs., ἐξ ἀγχιμόλοιο, = ἀγχίμολον, Il.24.352 ;ἐκ τοῦ ἐμφανέος Hdt.3.150
; ἐκ τοῦ φανεροῦ, ἐκ τοῦ προφανοῦς, Th.4.106, 6.73 ;ἐκ προδήλου S.El. 1429
; ἐξ ἴσου, ἐκ τοῦ ἴσου, Id.Tr. 485, Th.2.3 ;ἐξ ἀέλπτου Hdt.1.111
, etc.: with fem. Adj.,ἐκ τῆς ἰθέης Id.3.127
;ἐκ νέης Id.5.116
;ἐξ ὑστέρης Id.6.85
;ἐκ τῆς ἀντίης Id.8.6
;ἐκ καινῆς Th.3.92
;ἐξ ἑκουσίας S.Tr. 727
; ἐκ ταχείας ib. 395.9 of Number or Measurement, with numerals, ἐκ τρίτων in the third place, E.Or. 1178, Pl.Grg. 500a, Smp. 213b ; distributively, apiece, Ath.15.671b.b of Price,ἐξ ὀκτὼ ὀβολῶν SIG2587.206
; ἐκ τριῶν δραχμῶν ib.283 ;συμφωνήσας ἐκ δηναρίου Ev.Matt.20.2
.c of Weight,ἐπιπέμματα ἐξ ἡμιχοινικίου Inscr.Prien.362
(iv B.C.).d of Space, θινώδης ὢν ὁ τόπος ἐξ εἴκοσι σταδίων by the space of twenty stades, Str.8.3.19.B ἐκ is freq. separated from its CASE, Il.11.109, etc.—It takes an accent in anastrophe, 14.472, Od.17.518.—[dialect] Ep. use it with Advbs. in -θεν, ἐξ οὐρανόθεν, ἐξ ἁλόθεν, ἐξ Αἰσύμηθεν, Il.17.548, 21.335, 8.304 ; ;ἐκ πρῴρηθεν Theoc.22.11
.—It is combined with other Preps. to make the sense more definite, as διέκ, παρέκ, ὑπέκ.2 to express completion, like our utterly, ἐκπέρθω, ἐξαλαπάζω, ἐκβαρβαρόω, ἐκδιδάσκω, ἐκδιψάω, ἐκδωριεύομαι, ἐξοπλίζω, ἐξομματόω, ἔκλευκος, ἔκπικρος.D As ADVERB, therefrom, Il.18.480. -
57 ἐκλάμπω
A shine or beam forth, Hdt.6.82, A.Pr. 1083 (anap.);ὅπλα ὥστε κάτοπτρον ἐξέλαμπεν X.Cyr.7.1.2
, etc.;ὀμμάτων ἐ. πόθος APl. 4.182
(Leon.);ὥσπερ ἀστραπήν Hp.Epid.7.88
;πῦρ ἐκ λίθων ἐ. Arist. HA 516b11
: metaph.,δίκας δ' ἐξέλαμψε θεῖον φάος Trag.Adesp.500
;ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐ. Pl.R. 435a
;ἐξ. ἡ δόξα Plb.31.23.2
; of persons, Ph.1.326, al.; burst forth violently, of a fever, Hp.VM16 ; of sound, to be clearly heard, [ ἐκ τῆς κραυγῆς]ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Plb.15.31.1
.II c. acc. cogn., flash forth,πυρωπὸν γλῆνος ἐκλάμψαν φλόγα A.Fr.300.4
; σέλας dub.l.in E.Fr. 330, cf. Lyc.1091 ;πῦρ App.Syr.56
, cf. BiasFr.Lyr.: metaph.,νοῦς ἐ. αἰσθήσεις Ph.1.72
;ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὁ θεὸς ἑαυτὸν ἐξέλαμψε Iamb.Myst.8.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλάμπω
-
58 ἔναυλος
I ([etym.] αὐλός) bed of a stream,τάχα κεν.. ἐναύλους πλήσειαν νεκύων Il.16.71
; torrent, mountain-stream,ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀπο ¯ έρσῃ 21.283
, cf. 312.II ([etym.] αὐλή) dwelling, shelter: pl., haunts of the country-gods, , cf. h.Ven.74, 124, E.Ba. 122 (lyr.), HF 371 (lyr.); also ἁλὸς ἐναύλους, of the sea, Opp.H.1.305; Ποσειδάωνος ἐ. ib.3.5.-- [dialect] Ep. word, used by E. in lyr.III Adv. - ως by means of pipes,διάγειν AB464
. [full] ἔναυλος (B), ον, Adj.:I ([etym.] αὐλός) on or to the flute, accompanied by it,κιθάρισις Philoch.66
;θροῦς Philostr.Im.1.2
.2 mostly metaph., λόγος, φθόγγος ἔ., words, voice ringing in one's ears, still heard or remembered, Pl.Mx. 235c, Luc.Somn.5; ἔ. φόβος fresh fear, Pl.Lg. 678c; ἔναυλον ἦν πᾶσιν ὅτι .. all had it fresh in memory that.., Aeschin.3.191;ἔναυλα καὶ πρὸ ὀμμάτων D.H.9.7
;ἔ. δύναμις Arist. Pr. 928b7
; ἔ. ἔχειν ὅτι to have it fresh in one's mind, that.., Plu.2.17d;τὰ ὦτα ἔναυλος ὢν διαμέμνηται τοῦ μέλους Max.Tyr.7.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔναυλος
-
59 κομίζω
κομίζω, (1) besorgen, warten, pflegen, mit dem Nötigen versehen;; ernähren; pass., οὔτι κομιζόμενός γε ϑ άμιζεν, er ward nicht oft gepflegt; τινά, gastlich bei sich aufnehmen. Auch von Sachen: besorgen, beschicken; auch κτήματα κομίζειν, das Vermögen verwalten; ἔργα κομίζεσϑαι Δημήτερος, die Feldarbeit für sich besorgen, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὐ κομίσασϑαι ἐν ἄγγεσιν, die Feldfrucht nach dem Maße in Gefäßen wohl aufbewahren. (2) daran reiht sich νεκρὸν κομίζειν, den Toten besorgen, indem man ihn aufnimmt u. wegträgt, damit er nicht in die Hände der Feinde falle, aufheben, wegtragen; ῥῖψ' ἐπιδινήσας, er schleuderte den Helm; ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε· τὴν δ' ἐκόμισσε κήρυξ, der Herold nahm das Kleid auf; κόμισαί με, bringe mich weg, bringe mich in Sicherheit; ähnlich Σίντιες ἐκομίσαντο πεσόντα, sie hoben den vom Olymp gestürzten Hephästus auf u. verpflegten ihn bei sich. Daher: davontragen, als Beute; ἄκοντα κόμισε χροΐ, er trug den Wurfspieß im Leibe davon, bekam einen Wurfspieß in den Leib. (3) übh. tragen, bringen, fortschaffen; ἔξω κομίζων ὀλεϑρίου πηλοῦ πόδα, den Fuß aus dem Sumpfe tragend, lenkend; πέμψον ἀμέμπτως, ἔνϑ' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει, wohin die Parze führt, mitgehen heißt; führen; κόμιζε πρὸς ϑεῶν ἀπ' ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε, schaff sie aus den Augen; κομίζουσι τὸν νεκρὸν ἐν ἁμάξῃ ἐς ἄλλο ἔϑνος, sie schaffen den Toten auf einem Wagen zu einem andern Volke; auch ὕδατα ἄνω πηγαῖα κομίσας, hinausleiten; pass., gebracht werden, kommen, reisen, ziehen, bes. zurückkehren; ἡμέρας ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν κομισϑῆναι, in denen sie mutmaßlich zurückkehren konnten. Med. für sich fortbringen, sich etwas verschaffen, sich erwerben; auch τόκους, Zinsen eintreiben; χρήματα, Geld einfordern; κομισάμενος τὴν ϑυγατέρα, nachdem ihr Mann gestorben, die Tochter wieder zu sich ins Haus nehmen. Wieder bekommen, wiedererlangen; so bes. von den Gefallenen; auch = Gefangene wiedererhalten. Daher = retten, erhalten
См. также в других словарях:
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
επείσακτος — ἐπείσακτος, ον (Α) [επεισάγω] 1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ έξω, από άλλη χώρα («ἐπείσακτος σῑτος» «εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον γένος», Ευρ.) 2. αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek