-
1 ερπω
(impf. εἷρπον, fut. ἕρψω - дор. ἑρψῶ, aor. εἶρψα)1) ползать, пресмыкаться(ἐπὴ τῆς γῆς Arst.)
πάντα, ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὴ ἕρπει Hom. — все, что на земле дышит и движется2) влачиться, тащиться, бродитьἥμενος ἢ ἕρπων Hom. — сидящий (дома) или бродящий (вне дома);
ὅ στίβου κατ΄ ἀνάγκαν ἕρπων Soph. — с трудом влачащийся по дороге (Филоктет)3) слезать(ἐξ εὐνῆς Arph.)
4) идти, двигаться, направлятьсяἕρπεθ΄ ὡς τάχιστα Soph. — уходите поскорее;
ἕρπε δεῦρο Eur. — прийди сюда;Θησεὺς ὅδ΄ ἕρπει Eur. — вот идет Тесей;ἕ. ὁδόν или κέλευθον Soph. — совершать путь;ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Soph. — все это меняется, т.е. жизнь полна превратностей;εἰς ποῖον ἕρπεις μῦθον ; Eur. — куда ты клонишь речь (свою)?;ἕρπει δάκρυον ὀμμάτων ἄπο Soph. — слеза струится из глаз;ἕ. πρὸς ᾠδάς Eur. — приступить к песням, начать петь;χρόνος ἕρπων Pind. — ход времени5) подползать, подкрадываться, приближаться, надвигаться(νόσος ἕρπει τινί Plut.)
ἕ. εἰδότι οὐδέν Soph. — подкрасться к ничего не подозревающему (человеку);ἕ. τοῖς ὀδοῦσι Plut. — вгрызаться, въедаться6) тянуться, продолжаться(πόλεμος ἕρπει Arph.)
-
2 πρηστηρ
I- ῆρος ὅ1) вихрь, ураган, смерч2) удар молнииὁ νεὼς ἐνεπρήσθη πρηστῆρος ἐμπεσόντος Xen. — храм сгорел от попадания молнии
3) поток слез(ὀμμάτων ἄπο Eur.)
II- ῆρος adj. похожий на вихрь, ураганный(ἄνεμοι Hes.)
-
3 πλαζω
(fut. πλάγξω, aor. ἔπλαγξα - эп. πλάγξα; aor. pass. ἐπλάγχθην - эп. πλάγχθην)1) сбивать с пути, уводить прочь(ἀπὸ πατρίδος αἴης Hom.)
οἵ με μέγα πλάζουσι Hom. — они меня всячески удерживают;τὰ σάνδαλα πλάζει τινά Anth. — обувь мешает ходить кому-л.;ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη Hom. — медь (ударившись) отскочила от меди;πλαγχθεὴς ἁμαξιτοῦ Eur. — сбившийся с широкой дороги;τίς πλάγχθη πολύμούος (sc. κάματος) ἔξω ; Soph. — какое страдание миновало (людей)?;ὀμμάτων ἐπλάγχθη Aesch. — (Эдип) лишил себя зрения2) заставлять скитатьсяὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Hom. — (Одиссей), который очень много постранствовал;
πλάζεσθαι ἐπ΄ ἀνθρώποις Hom. — скитаться среди людей;οἱ πλαζόμενοι (sc. ἀστέρες) Plat. — планеты -
4 αποβαλλω
(часто in tmesi; редко med.)1) сбрасывать, скидывать(χλαῖναν Hom.; ὅπλα Plat.)
2) отбрасывать прочь(ἀσπίδα Arph., Lys.; φροντίδος ἄχθος Aesch.)
3) прогонять, отгонять(ἀπ΄ ὀμμάτων ὕπνον Eur.; ἀποβληθεὴς τῆς τυραννίδος Πλάτων Plut.)
4) отвергать, отталкивать(τὸν φιλέοντα Theocr.; τὸ ἄγαν Plut.)
5) продавать за бесценок(τὸν σῖτον Xen.)
6) сталкиватьνῆας ἐς πόντον ἀ. Hom. — сталкивать корабли (с берега) в море, т.е. отчаливать, отплывать
7) лишаться, терять(τυραννίδα Her.; πᾶσαν τέν οὐσίαν Plat.; τέν ὄψιν Plut.)
χιλίους ἀποβαλεῖν πεσόνᾶς Plut. — потерять тысячу (человек) убитыми -
5 απογεισοω
прикрывать (словно) навесомὦτα ἀπογεγεισσωμένα Arst. — оттопыренные уши -
6 απογεισσοω
прикрывать (словно) навесомὦτα ἀπογεγεισσωμένα Arst. — оттопыренные уши -
7 αστραπη
дор. Soph. ἀστρᾰπά ἥ1) молния Her. etc.ἀ. φαίνεται πρότερον τῆς βροντῆς Arst. — молния видна раньше, чем слышится гром
2) сияние, свет(λαμπάδων Aesch.; ἀπὸ ἀνατολῶν NT.)
; сверкание(τῶν ὀμμάτων Soph.)
βλέπειν ἀστραπάς Arph. — сверкать глазами -
8 σκεψις
εως ἥ1) рассматривание, разглядывание(ἥ διὰ τῶν ὀμμάτων σ. Plat.)
2) рассмотрение, исследование, разбор(τινός, περί τινος и περί τι Plat.)
3) колебание, сомнениеσκέψιν παύειν Anth. — класть предел сомнениям
4) филос. скептическая школа
См. также в других словарях:
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
επείσακτος — ἐπείσακτος, ον (Α) [επεισάγω] 1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ έξω, από άλλη χώρα («ἐπείσακτος σῑτος» «εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον γένος», Ευρ.) 2. αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek