Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σελῶν

См. также в других словарях:

  • σελῶν — σέλας light neut gen pl (attic epic ionic) σελάω shine pres part act masc voc sg σελάω shine pres part act neut nom/voc/acc sg σελάω shine pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σελάω shine pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελ(λ)οστάσιο — το, Ν αποθήκη σελών στους στρατώνες ιππικού και πυροβολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + στάσιο (< στάτης < ίστημι), πρβλ. κλιμακο στάσιο] …   Dictionary of Greek

  • σελλάριος — ὁ, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σέλα 2. κατασκευαστής σελών, σελοποιός 3. αξιωματικός τού ιππικού, σελλαριώτης* 4. άλογο ιππασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sellarius (< sella, βλ. σέλλα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»