Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱππάδα

См. также в других словарях:

  • ἱππάδα — ἱππάς a riding dress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδ' — ἱππάδα , ἱππάς a riding dress fem acc sg ἱππάδι , ἱππάς a riding dress fem dat sg ἱππάδε , ἱππάς a riding dress fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EQUES — nomen dignitatis, apud Romanos, Exactis enim urbe Regibus, in tres ordines populus Romanus distributus est: Senatorium, Equestrem et Popularem. Liv. l. 26. Consensum Senatus Equester ordo sequutus est, Equestris ordinis plebs. Auson. Edyll. XI.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππάς — ἱππάς, άδος, ἡ (Α) [ίππος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.) 2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.) 3. ο φόρος στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»