-
1 ιλύος
-
2 ἰλύος
-
3 ἰλυός
-
4 ἰλύς
A mud, slime,τεύχεα.. κείσεθ' ὑπ' ἰλύος κεκαλυμμένα Il.21.318
, cf.IG12.94.20, 23, Zeno Stoic.1.29, Inscr.Délos 354.19, etc.; of alluvial soil, Hdt.2.7;ἰ. καὶ ψάμμος Hp.
Aër.9. -
5 ιλυοίσι
-
6 ἰλυοῖσι
-
7 ιλυοίσιν
-
8 ἰλυοῖσιν
-
9 ιλυούς
-
10 ἰλυούς
-
11 ιλυώ
-
12 ἰλυῷ
-
13 βύθιος
A in the deep, sunken, Luc.DMar.3.1;κρηπῖδας β. πηξαμένη AP9.791
(Apollonid.); ἐκ β. ἰλύος from the mud of the deep, Hymn.Is.71.II in or of the sea, τὰ β. (sc. ζῷα) water animals, AP6.182 (Alex. Magn.); β. Κρονίδης Poseidon, Luc.Epigr. 34; τέχνη fishery, Opp.H.3.15.III metaph., deep,βύθιόν τι καὶ δεινὸν φθέγγεσθαι Plu.Crass.23
;β. διάνοια Ph.1.194
(but ἕως ἂν λογισμὸς β. οἴχηται vanishes in the deep, ib. 639, cf. Nonn.D.2.55); abysmal, Dam.Pr. 106. -
14 προσανάγω
A carry up to,ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Hymn.Is.161
:—[voice] Pass., to be drawn up, πρός τι v.l. for προσαγ- in D.H.Comp.14.2 seemingly intr., come up to, approach, f.l. for προσαγαγοῦσαν in Plu.2.564c; π. τῇ γῇ approached the land, Id.Pyrrh.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσανάγω
-
15 ἀνάμεστος
ἀνάμεστ-ος, ον (fem.A- τη Eup.16
codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu. 984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.;ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32
;βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάμεστος
-
16 ἀναφέρω
ἀναφέρω, poet. [pref] ἀμφ-, [tense] fut. ἀνοίσω: [tense] aor. ἀνήνεγκα, [dialect] Ion. ἀνήνεικα, also inf.I bring, carry up,[Κέρβερον] ἐξ Ἀΐδαο Od.11.625
;ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀ. χρυσοῦ Hdt.4.195
, cf. 3.102 (as v.l. for -φορέω) ; ἀ. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς θεούς, X.Smp.8.30 ([voice] Pass.), Plu. Rom.28, etc.; in histor. writers, carry up the country, esp. into Central Asia, Hdt.6.30; raise up,εἰς τὸ ἄνω Hp.Art.37
; ἀ. πόδα lift it, E.Ph. 1410:—[voice] Med., carry up to a place of safety, take with one, Hdt.3.148; remove one's goods, 8.32,36, etc.b esp. carry up to the Acropolis, put by, of treasure, And.3.7, X.Vect.5.12, Aeschin.2.174, etc.2 bring up, pour forth, of tears,ἑτοιμότερα γέλωτος ἀ. λίβη A.Ch. 447
;αἵματος πλῆθος ἀ.
spit up,Plu.
Cleom.15; ἀ. φωνάς, στεναγμούς, Id.2.433c, Alex.52:—[voice] Med., ἀνενείκασθαι, abs., fetch up a deep-drawn breath, heave a deep sigh,μνησάμενος δ' ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314
;ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Hdt.1.86
(where others, having recovered himself, come to himself, v. infr. 11.7): in Alex. Poets, utter, ἀνενείκατο μῦθον, φωνήν, A.R.3.463, 635.3 uphold, take upon one, ;κινδύνους Th.3.38
; διαβολάς, πόλεμον, etc., Plb.1.36.3, 4.45.9, etc.;πολλῶν ἀ. ἁμαρτίας LXX Is. 53.12
, Ep.Heb.9.28.4 offer in sacrifice, ib.7.27, 13.15, etc.: abs., make expiation or compensation, GDI3537, al. ([place name] Cnidus).6 intr., lead up, of a road,ἁμαξιτὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ ἀ. X.HG 2.4.10
, cf. Plb.8.29.1, Inscr.Prien.37.161.II bring or carry back,εἰς τοὔπισθεν ἀ. πόδα E.Ph. 1410
: freq. in Prose, ἀ. τὰς κώπας recover the oars (after pulling them through the water), Th.2.84;ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plu.Demetr.53
, Ant.26.2 bring back tidings, report,παρά τινα Hdt.1.47
;ἔς τινα Id.1.91
, Th.5.28, etc.; τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Decr. ap. D.18.75:—[voice] Pass., Hdt.1.141, al.3 bring back from exile, Th.5.16.4 carry back, trace one's family to an ancestor,τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Pl.Alc.1.120e
; withoutγένος, ἀ. εἰς Ἡρακλέα Id.Tht. 175a
.5 refer a matter to another,βουλεύματα ἐς τὸ κοινόν Hdt.3.80
;ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀ. Id.2.23
;ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀ.
ascribeE.
Or.76, Ba.29, etc.; ;τὴν αἰτίαν εἴς τινα Lys.22.8
; rarelyἀ. τί τινι E.Or. 432
, Lys.12.81;τι ἐπί τινα D.18.224
, Aeschin. 3.215; ;τι πρός τι Arist.EN 1101b19
([voice] Pass.), al.; ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; to whom shall we refer the judgement? E. Ion 253;τὴν ἀπόδοσιν εἴς τινα D.34.46
:—[voice] Pass., to be attributed (of authorship),εἰς Μητρόδωρον Phld.Herc.1005.8
; to be traced to, derived from, ἐπί τι ib.1251.11.b without acc., ἀ. εἴς τινα refer or appeal to another, make reference to him, Hdt.3.71, Pl.Ap. 20e;ἔς τινα περί τινος Hdt.1.157
, 7.149; ἀ. πρός τι refer to something as to a standard, Hp.VM9;ἐκεῖσε ἀ. Pl.R. 484c
, cf. Phdr. 237d.c report,μέτρα καὶ γειτνίας καὶ ἀξίας PTeb.14.11
(ii B.C.), etc.:—[voice] Pass., ib.10.3 (ii B.C.): abs., make a report,τινί PRyl.233.8
(ii A.D.), PFay. 129.8 (iii A.D.).7 bring back, restore,πόλιν ἐκ πονήρων πραγμάτων Th.8.97
;ἀ. ἑαυτόν Ael.NA13.12
:—[voice] Pass., come to oneself, recover, μόγις δὴ τότε ἀνενειχθεὶς εἶπε (v. supr.1.2) Hdt.1.116;ἄφωνος ἐγένετο, ἔπειτα πάλιν ἀνηνέχθη Theopomp.Com.66
:—so,b intr. in [voice] Act., come to oneself, recover, τῷ πόματι ἀνέφερον (sc. ἑαυτούς) Hdt.3.22, cf. Hp.Aph.2.43, D.16.31;ἐκ τραύματος D.H.4.67
;ἐξ ὕπνων Plu. Cam.23
; revived,Id.
Alc.38;ἐκ τοσούτων κυμάτων ἀνενεγκών Eun.Hist.p.227
D.8 bring into account,εἰς τὸ κοινόν D.41.8
, cf. 11, Philonid.1 D.;πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arist.Pol. 1321b32
.12 recall a likeness,ἀ. πρὸς ἀνδριάντα τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας Plu.Brut.1
, cf. 2.53d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφέρω
-
17 ἐκσαόω
Aἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Il.4.12
;ἐξεσάωσε θαλάσσης Od.4.501
; ψυχὴν δ' ἐξ. v.l. in Archil.6;[πέδιλον] ὑπ' ἰλύος A.R.1.10
. -
18 ἐξαναδύομαι
A rise out of, emerge from, as a diver from the water, c. gen., ἁλός, κύματος ἐξαναδύς, Od.4.405, 5.438;ἰλύος Them.Or.20.240c
;ἀφ' ὕδατος Batr.133
;γενέσεως ἐ.
arise from, emerge from,Pl.
R. 525b.2 escape from, c. gen.,ἐξαναδύεσθαι φανερᾶς μάχης Plu.Sert.12
: c. acc.,Ἀΐδεω μέγα δῶμ' Thgn.1124
; λόχον Orac. ap. Paus.4.12.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαναδύομαι
-
19 ἐπιχέω
ἐπιχέω, [tense] fut. -χέω, [ per.] 2sg. : [tense] aor. 1 ἐπέχεα; [dialect] Ep. [tense] aor. I ἐπέχευα, inf. ἐπιχεῦαι (v. infr.):—A pour over,χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε..νίψασθαι Od.1.136
, etc.; in full,χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι Il.24.303
;χερσὶ δ' ἐφ' ὕδωρ χευάντων Od.4.213
, etc.; alsoοἴνῳ ἐπιχεῖν ὕδωρ X.Oec.17.9
.2 metaph.,τοῖσι δ' ἐφ' ὕπνον ἔχευε Il. 24.445
; ;ἀνέμων ἐπ' ἀϋτμένα χεῦε Od. 3.289
; θρῆνον pour a lament over one, Pi.I.8(7).64 (tm.);ὀδμήν A.R. 2.191
(tm.); βλασφημιῶν ἐ. (gen. partit.) Luc.JTr.35.3 of solids, heap up,θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Od.3.258
, cf. Il.23.256 ;ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν 6.419
:—[voice] Med.,ὕπερθ' ἐπὶ σῆμα χέεσθαι A.R.3.205
.II pour in,ἀπαντλοῦντα καὶ ἐ. Pl.R. 407d
;ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί' ἐπαντλεῖ κακά Diph.107
codd. Stob.; fill a cup,Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο AP12.168
(Posidipp.).B [voice] Med., pour or throw over oneself,χύσιν δ' ἐπεχεύατο φύλλων Od.5.487
; ap. Orib.10.8.4 ; ἐπεχεύατο πήχεε παιδί she threw her arms round the boy, A.R. 1.268 ; but for himself,Od.
5.257.2 pour itself over, Q.S.14.604.II have poured out for one to drink, ἐ. ἄκρατόν τινος drink it to any one's health or honour, esp. of lovers' toasts, Theoc.14.18, cf. Antiph.81.2 codd.Ath.; ἔρωτος ἀκράτω (gen. partit.)ἐπεχεῖτο Theoc.2.152
; also simplyἐπιχεῖσθαί τινος Phylarch.31J.
C [voice] Pass., to be poured over,ἰλύος ἐπιχυθείσης X.Oec.17.12
: metaph.,τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Plu.Rom. 15
.2 metaph., of a crowd, stream on or in pursuit, ἐπέχυντο ([dialect] Ep. [tense] aor. 2 [voice] Pass.) Il.15.654 ;ἀνὰ νῆας 16.295
; so, come like a stream over,τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας..μῦς ἀρουραίους Hdt.2.141
;τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Theopomp.Hist.217c
.3 to be poured in as an addition, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, of the discussion, that has now been started, Pl.Plt. 302c ;ὁ νυνδὴ λόγος ἡμῖν ἐπιχυθείς Id.Lg. 793b
.
См. также в других словарях:
ιλυός — ἰλυός, ὁ (Α) ειλεός*, φωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ειλεός] … Dictionary of Greek
ἰλύος — ἰ̱λύος , ἰλύς mud fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλυοῖσι — ἰλυός den masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλυοῖσιν — ἰλυός den masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλυούς — ἰλυός den masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλυῷ — ἰλυός den masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek