-
1 ιλυοίσιν
-
2 ἰλυοῖσιν
См. также в других словарях:
ἰλυοῖσιν — ἰλυός den masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιλυοίσιν
2 ἰλυοῖσιν
ἰλυοῖσιν — ἰλυός den masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)