-
81 συμπεριφορά
η манера; обхождение, обращение; поведение;ο τρόπος συμπεριφορας — манера держать себя;
καλή (κακή) συμπεριφορά — вежливое (дурное) обращение;
άνθρωπος καλής συμπεριφορας — вежливый человек;
η προς τα τέκνα συμπεριφορά — обращение с детьми;
δεν έχει (καλή) συμπεριφορά — он не умеет вести себя, он ведёт себя недостойно
-
82 Καλήι
-
83 Καλῆι
-
84 Καλής
-
85 Καλά
Καλά̱, Καλήfem nom /voc /acc dualΚαλά̱, Καλήfem nom /voc sg (doric aeolic) -
86 κάλ'
κάλαι, κάληfem nom /voc plκάλᾱͅ, κάληfem dat sg (doric aeolic)κάλε, κάλωςreefing rope: masc voc sg (epic ionic)κά̱λᾱͅ, κήληtumour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
87 κάλας
κάλᾱς, κάληfem acc plκάλᾱς, κάληfem gen sg (doric aeolic)κά̱λᾱς, κήληtumour: fem acc pl (attic)κά̱λᾱς, κήληtumour: fem gen sg (attic doric aeolic) -
88 беда
-ы, πλθ. беды θ.1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•
помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•
непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•
попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•
утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.
2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•
беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.
|| (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.
3. πάρα πολύς, πληθώρα•людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•
хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.
εκφρ.- как – πάρα πολύ•на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού. -
89 лицо
-а, πλθ. лица ουδ.1. πρόσωπο•черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•
круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•
угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•
выражение -а έκφραση του προσώπου.
2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.
3. άτομο, άνθρωπος•соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•
историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•
официальное лицо επίσημο πρόσωπο.
|| φυσιογνωμία•романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.
4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.
|| πρόσοψη κτιρίου.5. (γραμμ.) το πρόσωπο•глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.
εκφρ.в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•в - – στο πρόσωπο•от -а – εξ ονόματος, από μέρους•перед -ом – μπροστά, ενώπιον•- ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•- ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•- а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•- ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω. -
90 надёргать
ρ.σ.μ.1. (με ποσοτική σημ.) ξεριζώνω, τραβώ, βγάζω•надёргать много льна ξεριζώνω πολύ λινάρι.
2. μτφ. βγάζω αδέξια, δεν κάνω καλή επιλογή•надёргать цитат, примеров δεν κάνω καλή επιλογή συγγραφικών αποσπασμάτων,παραδειγμάτων.
-
91 обладать
обладать 1ρ.δ. (με δοτ.)1. κατέχω, είμαι κάτοχός, κύριος.2. έχω, εμφορούμαι• είμοα προικισμένος•обладать талантом έχω ταλέντο•
обладать силой воли έχω ισχυρή θέληση•
обладать голосом έχω καλή φωνή•
обладать хорошим слухом έχω καλή ακοή.
3. έχω γυναίκα, αγαπητικιά.εκφρ.обладать собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.обладать 2-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω• προετοιμάζω. || τακτοποιώ.τακτοποιούμαι•дело -лось η υπόθεση τακτοποιήθηκε.
-
92 получить
-лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•получить письмо λαβαίνω γράμμα•
получить подарок παίρνω δώρο•
получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•
получить заказ παίρνω παραγγελία•
получить награду παίρνω βραβείο.
2. εξάγω, βγάζω•получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•
получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.
4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•получить пользу ωφελούμαι•
получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.
|| αποκτώ•получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.
|| γίνομαι, καθίσταμαι•получить из-встность γίνομαι γνωστός.
1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•-лся ответ ελήφθη απάντηση•
-лось известие ήρθε η είδηση.
2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•что -лось? τι συνέβηκε;
-
93 прекрасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος, πεντάμορφος, πάγκαλος.2. θαυμάσιος, εξαίσιος, έξοχος, υπέροχος, λαμπρός.3. ουσ. ουδ. -ое το ωραίο, το ιδανικό.εκφρ.в один прекрасный вечер, ночь, утро – ένα καλό βραδάκι, μια καλή νύχτα, ένα καλά πρωί•в один прекрасный день – μια καλή μέρα ή κάποια μέρα•ради -ых глаз – για τα μάτια, χάριν του ωραίου (τζάμπα, χάρισμα). -
94 прелесть
-и θ.1. γοητεία, θέλγητρον σαγήνη, συναρπαγή.2. έλξη, τράβηγμα, ατραξιόν.3. πλθ. -и τα γυναικεία κάλη, το όμορφο γυνακείο κορμί.4. πλθ. -и παλ. χάρες, ομορφιές.5. χαϊδ. με τη λ. моя καλή μου. || ως κατηγ. (είναι) θαύμα•это просто-! αυτό είναι απλώς θαύμα!•
что за прелесть женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν αυτή!
-
95 справный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно (απλ.) καλός (σε καλή κατάσταση)•-ая лошадь καλό άλογο•
-ая одада καλή ενδυμασία.
|| ευκατάστατος, εύπορος•справный хозяин καλός νοικοκύρης.
-
96 счастье
-я ουδ.1. ευτυχία, ευδαιμονία• καλοτυχιά•семейное счастье οικογενειακή ευτυχία•
желаю вам счастье σας εύχομαι, ευτυχία.
2. τύχη•слепое счастье τυφλή τύχη•
дуракам счастье τους κουτούς ευνοεί η τύχη•
ему счастье в игре είναι τυχερός στο παιγνίδι•
на моё счастье για καλή μου τύχη•, что не случилось ευτυχώς, που δε συνέβηκε αυτό•
жаловаться на своё счастье παραπονούμαι για την τύχη μου•
военное счастье τυχερή έκβαση της μάχης• αίσια έκβαση της μάχης.•
εκφρ.к -ью, на счастье, по -ью – (παρνθ. λ.) ευτυχώς, κατά καλή τύχη•на счастье – για το καλό, για ευτυχία•иметь счастье – έχω την ευτυχία (τύπος αβρότητας). -
97 сыгранный
επ. από μτχ.καλά προπονημένος, εξασκημένος•сыгранный оркестр καλή ορχήστρα•
-ая свутбольная команда καλή ποδοσφαιρική ομάδα.
-
98 κήλη
-
99 ὄψ
ὄψ (A), ἡ, poetic Noun, used in obliq. cases of sg., ὀπός, ὀπί, ὄπα,A voice, whether in speaking, shouting, lamenting,Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον Il.16.76
, cf. 14.150, 18.222, 22.451, etc.; or in singing,Κίρκης.. ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ Od.10.221
, cf. 5.61;ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ Il.1.604
, cf. Hes.Th.41, al., Pi.N.7.84, al., B.16.129, A.Supp.60 (lyr.), etc.; also of cicadae,ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι Il.3.152
; of lambs,ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν 4.435
; of flutes,αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα Thgn. 532
.II word,ὡς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν Il.7.53
;ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν 11.137
, cf. 21.98, S.El. 1068 (lyr.), etc. (Cogn. with ἔπος, εἰπεῖν.)------------------------------------ὄψ (B), ἡ, gen. ὀπός, (ὄψομαι)A = ὄψις, the eye, face, Emp.88, Antim.63. -
100 καλέω
Grammatical information: v.Meaning: `call, by name = name (verb)' (Il.)Other forms: ep. also κικλήσκω, Aeol. κάλημι, Cypr. καλήζω, aor. καλέσ(σ)αι (Il.), pass. κληθῆναι (Archil.), fut. καλέω (IA. since Γ 383), καλῶ (Att.), καλέσω (young Att., hell.), perf. med. κέκλημαι with fut. κεκλήσομαι (Il.), act. κέκληκα (Ar.).Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, ἐν-, ἐκ-, ἐπι-, παρα-, προ-, προσ-, συν-, As 1. member in καλεσσί-χορος `calling to the dance' (Orph. L. 718; Schwyzer 443f.); on ὁμο-κλη ( ὀμ-), - κλέω, - άω s. v.Derivatives: With disyll. stem: 1. καλήτωρ adjunct of κῆρυξ `Caller' (Ω 577), also as PN (Ο 419) with Καλητορίδης (Ν 541); καλη- as in καλή-μεναι (Κ 125; Aeol. athemat. formation?), perhaps after κλη- (Schulze Q. 16f., Fraenkel Nom. ag. 1, 17), if not metrically lenghtned (Solmsen Unt. 17); diff. again Schwyzer 531 n. 7 (after καλέω etc. for κλη-); thus 2. Καλήσιος (Ζ 18); 3. κάλεσις = κλῆσις, `nominative' (gramm.). - With monosyll. stem: 4. κλῆσις `call, invitation, summons etc.' (Att. hell.), often from the prefixed verbs, e. g. ἐπίκλη-σις `surname' (Il.); 5. - κλημα, e. g. ἔγκλη-μα `reproach, accusation' (Att.) with ἐγκλήμων, - ματικός, - ματίζω etc. 6. κλητήρ, - ῆρος `herald, witness' (A., Att.); ὁμοκλη-τήρ `who calls' (Il.) from ὁμοκλη, - έω (s. v.); ἀνακλητήρια n. pl. `feast when a king is nominated' (Plb.); 7. κλήτωρ, - ορος `witness', also PN (hell.), after κλητήρ (Fraenkel Nom. ag. 1, 17f.; on καλήτωρ: κλητήρ Benveniste Noms d'agent 29, 40, 46). - 8. κλητός `called, invited, wellcome' (Hom.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14 a. 21) with κλητεύω `call to justice etc.' (Att.), ( ἀνα- etc.) - κλη-τικός; often from the prefixed verbs, e. g. ἔκκλη-τος ` called in' (IA. Dor.) with the collective abstract ἐκκλησία `(called) meeting' (IA.), `community, church' (LXX, NT); with ἐκκλησι-άζω and - αστής, - ασμός etc.; with nominal 1. member as compound [Zusammenbildung] in πολύ-κλη-τος `often called', i. e. `called on from many sides ' (Δ 438, Κ 420; diff., not convincing, Kronasser Sprache 3, 172f.). - 9. κλή-δην `by name' (Ι 11; cf. ἐξονομακλήδην); 10. ἐπίκλη-ν ` with (sur)name' (Pl.; Schwyzer 425). - Deverbative formation καλιστρέω = καλέω (D. 47, 60 from Harp., Call.; prob. first from a noun, cf. ἐλαστρέω and Schwyzer 706). - On κληΐζω, κληδών ( κλεη-, κληη-) s. κλέος.Etymology: The disyll. verbal stem in καλέ-σαι (analogical καλέσσαι), as in ὀλέ-σαι, ἀρό-σαι etc. (Schwyzer 752); with κλη- in κέ-κλη-μαι, κι-κλή-σκω, κλη-τός compare βλη- in βέ-βλη-μαι, βλη-τός, from zero grade *kl̥h₁-. Beside monosyllabic κλη- (beside καλέ-σαι) Latin has clā- ( clā- mare, clā- rus; beside calā-re). The present καλέ-ω is no doubt an innovation, prob. to καλέσαι (Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 367; diff. on καλέω, καλέσαι Specht KZ 59, 85ff.). - (Not cognate are κέλαδος ` noise'.) The α-vowel in καλέ-σαι will go back to a sonantic l̥ ; the same vowel is found in Italic, Lat. calāre ` declare', Umbr. kařetu (\< * kalē- tōd); further the not fully explained OHG, OS halōn `call, fetch' (= calāre), Hitt. kalleš- `call', Skt. uṣā- kal-a- `call' (s. ἠϊκανός). As in the semant. close IE. * kan- (s. καναχή) the a is clearly very old (is it connected with the onomatop. charcater of the verb?). - Forms in Pok. 548ff.; further W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. calō.Page in Frisk: 1,762-763Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλέω
См. также в других словарях:
Καλῇ — Καλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) καλέω call pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καλέω call imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) κά̱λη , κήλη tumour fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλῃ — κάλη fem dat sg (attic epic ionic) κά̱λῃ , κήλη tumour fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλη — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 1.684 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 18 χλμ. ΒΑ της Έδεσσας. Αποτελεί έδρα του δήμου Μενηίδος. * * * κάλη, ἡ (Μ) ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην… … Dictionary of Greek
Καλὴ πετρέα ἐκτὸ ἀνώγαιον. — См. Хорошо медведя в окно дразнить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καλή Βρύση — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 1.065 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές απολήξεις του Μενοικίου όρους, 23 χλμ. Δ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Καλή Κώμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 200 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 95 χλμ. Δ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας … Dictionary of Greek
Καλή Παναγιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 27 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, κοντά στην πόλη της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοβρά … Dictionary of Greek
Καλή Συκιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 121 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές πλαγιές του όρους Κρυονερίτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα … Dictionary of Greek
καλῇ — καλέω call fut ind mid 2nd sg (attic) καλέω call pres subj mp 2nd sg καλέω call pres ind mp 2nd sg καλέω call pres subj act 3rd sg καλός beautiful fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)