Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αστής

См. также в других словарях:

  • ᾄστης — singer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστῆς — ἀστή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀίστης — ᾄστης singer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίσκη — η (ΑΜ παιδίσκη) 1. νεαρή κόρη, κοράσιο, κορίτσι, παιδούλα 2. υπηρέτρια («τύπτειν τοὺς παῑδας καὶ τὰς παιδίσκας», ΚΔ) αρχ. 1. νεαρή δούλη, σκλάβα («ἐκεῑθεν δὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται», Λυσ.) 2. πόρνη («αἱ δημόσιαι παιδίσκαι», Αθήν) 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρέγγραπτοι — Ονομάζονταν έτσι όσοι ήταν γραμμένοι παράνομα στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, και ιδιαίτερα στο ληξιαρχικόν γραμματείον του κάθε δήμου, όπου γινόταν η πρώτη εγγραφή των νέων μόλις συμπλήρωναν τα 18 τους χρόνια. Η πόλη της Αθήνας φρόντιζε… …   Dictionary of Greek

  • ἀίστω — ἄιστος unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄιστος unseen masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀΐστω , ἄιστος unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀΐστω , ἄιστος unseen masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ᾄστης singer masc gen sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»