Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἑλληνικά

См. также в других словарях:

  • Ελληνικά — Греческий язык Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция, Кипр; общины в США, Канаде, Австралии, Германии, Великобритании, Швеции, Албании, Турции, Украине, России, Армении, Грузии, Казахстане, Италии …   Википедия

  • Ἑλληνικά — Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc pl Ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc/acc dual Ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλληνικά — Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc pl ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc/acc dual ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελληνικά — Übersicht: Griechische Sprache (siehe auch: Griechisches Alphabet) Protogriechisch (ca. 2000 v. Chr.) Mykenisch (ca. 1600–1100 v. Chr.) Altgriechisch (ca. 800–300 v. Chr.) Dialekte: Äolisch, Arkadisch Kyprisch …   Deutsch Wikipedia

  • Ελληνικά — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 216 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στα Α της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικά Γράμματα — Αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1927 από τους Κωστή Μπαστιά και Βασίλη Μαλατάκη. Στην αρχή ήταν δεκαπενθήμερο, αλλά από τον Μάιο του 1929 έγινε εβδομαδιαίο. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αποχώρησε ο δεύτερος συνεκδότης. Το …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικά Χρονικά — Εφημερίδα που άρχισε να εκδίδεται στο Μεσολόγγι την 1η Ιανουαρίου 1824, με διευθυντή τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Τα χειροκίνητα πιεστήρια της εφημερίδας μεταφέρθηκαν από την Αγγλία από τον συνταγματάρχη Στάνχοπ, αντιπρόσωπο του… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά — Περιοδικό ιστορικού περιεχομένου που εξέδιδε στην Αθήνα από το 1843 έως το 1853 ο X. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς. Στη συντακτική του ομάδα ανήκε ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Το περιοδικό περιείχε μελέτες που αφορούσαν κυρίως τη νεότερη ελληνική ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ελληνικά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 264 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.… …   Dictionary of Greek

  • τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • παραλογές — Ελληνικά διηγηματικά δημοτικά τραγούδια, με μια υπόθεση που συνήθως έχει θλιβερό τέλος. Ο Στίλπων Κυριακίδης διατύπωσε τη θεωρία πως οι π. έρχονται κατευθείαν από τη (μεταγενέστερη) αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου. Παραδείγματα π. είναι το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»