-
1 πάνω
επίρρ. наверху; сверху; наверх;από τα πάνω — сверху;
πάνω από — а) над (чём-л.); — б) свыше, сверх (чего-л.);
πάνω από χίλια άτομα — свыше тысячи человек;
πάνω σε... — а) на...;
πάνω στο τραπέζι — на столе;
στο δρόμο — на улице; — на улицу;πάνω μου — на мне; — на меня;
ρίξε πάνω σου το παλτό — накинь на себя пальто; — б) во время (чего-л.);
πάνω στο φαΐ — во время еды;
στο θυμό μου — в (своём) гневе;πάνω στην ώρα — вовремя;
§ πάνω κάτω — а) приблизительно, около, примерно; — б) в общих чертах; — е) там и сям;
πάνω πού... — в то время, когда...;
δεν έχω χρήματα πάνω μου — не иметь при себе денег
-
2 πάνω-
см. απάνω\\ и επάνω\ -
3 πανώ
πᾱνώ, πανόςmasc nom /voc /acc dual -
4 πάνω
πάνονneut nom /voc /acc dualπάνονneut gen sg (doric aeolic) -
5 πάνω
sur -
6 πάνω
1) na przyim.2) nad przyim. -
7 πάνω
1) na2) nad3) po -
8 πάνω
1) onto2) over3) upΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πάνω
-
9 πάνω απο τις..
per damunt les.. -
10 πάνω απ' όλα
над cеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πάνω απ' όλα
-
11 πάνω απο ...
повеќе од...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πάνω απο ...
-
12 πάνω απο..
повеќе од..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πάνω απο..
-
13 από πάνω
I.hinüberII.oberhalb -
14 ασκώ καλή επιρροή πάνω σε κάποιον
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > ασκώ καλή επιρροή πάνω σε κάποιον
-
15 έχοντας μαζί μου (πάνω μου)
portant al damuntGriechisch-Katalanisch Wörterbuch > έχοντας μαζί μου (πάνω μου)
-
16 sur
πάνω -
17 nad
πάνω -
18 onto
πάνω -
19 надводный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надводный
-
20 Ροστόβ
(πάνω στο Ντον) τό г. Ростов-на-Дону
См. также в других словарях:
πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάνω — και πάνου ΝΜ βλ. επάνω … Dictionary of Greek
πανώ — πᾱνώ , πανός masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνω — πάνον neut nom/voc/acc dual πάνον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνω Καμάρι — Οικισμός (υψόμ. 40 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμαρίου (11 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικα — πάνω στο μεσημέρι: Μας επισκέφτηκε μεσημεριάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek