-
1 знакомый
знакомый 1. γνώριμος γνωστός (известный) мы \знакомыйы γνωριζόμαστε 2. м о γνωστός это мой \знакомый είναι γνωστός μου* * *1.γνώριμος; γνωστός ( известный)2. ммы знако́мы — γνωριζόμαστε
ο γνωστόςэ́то мой знако́мый — είναι γνωστός μου
-
2 знать
знать ξέρω, γνωρίζω дать \знать γνωστοποιώ, ειδοποιώ я знаю, что... ξέρω ότι... знаете ли вы русский (греческий) язык? ξέρετε ρωσικά (ελληνικά); я его не знаю δεν τον ξέρω мы знаем друг друга γνωριζόμαστε* * *ξέρω, γνωρίζωдать знать — γνωστοποιώ, ειδοποιώ
я зна́ю, что... — ξέρω ότι…
зна́ете ли вы ру́сский (гре́ческий) язы́к? — ξέρετε ρωσικά (ελληνικά)
я его́ не зна́ю — δεν τον ξέρω
мы зна́ем друг дру́га — γνωριζόμαστε
-
3 незнакомый
незнакомый άγνωστος" ξένος (чужой)' мы \незнакомыйы δε γνωριζόμαστε* * *άγνωστος; ξένος ( чужой)мы незнако́мы — δε γνωριζόμαστε
-
4 знакомый
знако́м||ый1. прил γνωστός, γνώριμος:\знакомыйое дело ἡ γνωστή ὑπόθεση· его лицо́ мне \знакомыйο τό πρόσωπο του μοῦ εἶναι γνωστό· быть \знакомыйым с кем-л. είμαστε γνωστοί μέ κάποιον, γνωριζόμαστε μέ κάποιον·2. м ὁ γνωστός, ὁ γνώριμος. -
5 γνωρίζω
μετ.1) знакомить, ознакомлять (с чём-л.); ставить в известность, извещать, уведомлять, информировать;σας γνωρίζω ότι... — ставлю вас в известность, что...;
2) знакомить (с кем-л.);να σας γνωρίσω τον φίλο μου познакомьтесь с моим другом; 3) знать (кого-что-л.), быть знакомым (с кем-чем-л.);γνωρίζ τα ρούσικα — знать русский язык;
γνωρίζω κάτι απ' έξω — знать что-л, наизусть;
γνωρίζω κάτι εξ ακοής — знать понаслышке;
γνωρίζω εξ όψεως — знать в лицо;
γνωρίζω προσωπικά — знать лично;
γνωρίζω κάποιον από παιδί — знать кого-л. с детства;
γνωρίζω από κοντά κάποιον — близко знать кого-л.;
γνωρίζω από μηχανές — разбираться в машинах;
γνωρίζω από εμπόριο — быть специалистом по торговле;
δεν γνωρίζω απ' αυτά — я не специалист по этим вопросам;
καθόσον γνωρίζω — насколько я знаю, мне известно;
4) узнавать (знакомое);δεν σε γνώρισα μ' αυτά τα ρούχα я тебя не узнал в этом платье; 5) узнавать, познавать;γνωρίζω την αλήθεια — познать истину;
6) узнать, испытать, изведать;γνωρίζω τη χαρά της μητρότητας — испытать радость материнства;
7) быть признательным, благодарным (за что-л.);είμαι από κείνους, πού γνωρίζουν το καλό, πού τούς κάνεις — я из тех, кто помнит добро;
§ δεν γνώρισε ποτέ γυναίκα он никогда не был в близких отношениях с женщиной;δεν γνωρίζα ο σκύλος τον αφέντη (του) — погов, полная анархия, нет никакого порядка;
1) — быть знакомым; — знакомиться; — ознакомляться;γνωρίζομαι
γνωρίζόμαστε — мы знакомы;
2) быть узнанным;γνωρίζεται από μιά ώρα μακρυά — его за версту узнаешь;
δεν γνωρίζεται — его нельзя узнать, он стал неузнаваем;
δεν γνωρίζεται από την αδυναμία — он похудел до неузнаваемости;
δεν ήθελε να γνωρισθεί он не хотел быть узнанным -
6 σάμπως
1) как будто, будто бы;μρύ μιλούσε έτσι σάμπως να γνωριζόμαστε από χρόνια — он разговаривал со мной так, как будто мы с ним давно знакомы;
2) видимо, очевидно, по всей вероятности; кажется;σάμπως έχει δίκιο — видимо, он прав;
3) разве, неужели, будто;καί σάμπως δεν έκανε κάθε θυσία αυτός; — разве он не жертвовал всем?;
§ σάμπως ξέρει τί θέλει; — он и сам не знает, чего хочет
-
7 знакомый
επ., βρ: -ком, -а, -о.1. γνωστός, γνώριμος•-ая мелодия γνωστή μελωδία•
-ые места γνωστά μέρη•
его лицо мне -о η φυσιογνωμία του μου είναι γνωστή•
быть -ым λίγο τον γνωρίζω•
его имя -ое το όνομα του μου είναι γνωστό•
мы уже давно -мы εμείς από καιρό γνωριζόμαστε•
скажи с кем ты -ом, а я скажу кто ты таков πες μου με ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.
2. ως ουσ. γνωστός•у меня много -ых έχω πολλούς γνωστους.
См. также в других словарях:
γνωρίζομαι — γνωρίζομαι, γνωρίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: γνωρίζομαι : στην παθητική φωνή το ρήμα απαντάται με την έννοια → κάνω τη γνωριμία (γνωρίζομαι με κάποιον) ή με αλληλοπαθητική αξία (γνωριζόμαστε, δηλ. → ξέρει ο ένας τον άλλο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σάμπως — 1. επίρρ. τροπ., σαν: Μου μιλούσε με έναν αέρα, σάμπως να γνωριζόμαστε από χρόνια. 2. ερωτηματικό μόριο, μήπως: Σάμπως δεν έκανε θυσία ο πατέρας σου; 3. νομίζω πως, μου φαίνεται πως: Σάμπως να τα παραλές, αγαπητέ μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)