-
1 φίδι
το змея;§ είναι φίδι κολοβό — змеёныш;
με ζώσανε τα φίδια — я почуял недоброе;
ζώστηκα με φίδια — я почувствовал опасность;
βάζω τον τρελλό να βγάλει το φίδι από την τρύπα — чужими руками жар загребать;
(μαδρο) φίδι πού σ' έφαγε! — ну, теперь тебе крышка!
-
2 φίδι
[фиди]end ουσ. о. змея,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φίδι
-
3 φίδι
[фиди] ουσ ο змея. -
4 φίδι
змиjаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > φίδι
-
5 φίδι
1) wąż (m) rzecz.2) żmija (f) rzecz. -
6 Βάζω άλλον να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα
• Чужими руками жар загребатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βάζω άλλον να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα
-
7 Βάζω τον τρελό να βγάλει το φίδι από την τρύπα
• Чужими руками жар загребатьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βάζω τον τρελό να βγάλει το φίδι από την τρύπα
-
8 Τον αγαπάει σαν το φίδι στον κόρφο του
• Любит, как собака палкуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τον αγαπάει σαν το φίδι στον κόρφο του
-
9 yılan
φίδι -
10 wąż
φίδι -
11 φιδιτίου
φιδῑτίου, φιδίτιονcommon mess: neut gen sgφιλίτιονneut gen sg -
12 φιδίται
φιδί̱τᾱͅ, φιδίτηςmember of a: masc dat sg (doric aeolic) -
13 φιδίταις
φιδί̱ταις, φιδίτηςmember of a: masc dat pl -
14 φιδίτιον
φιδί̱τιον, φιδίτιονcommon mess: neut nom /voc /acc sgφιλίτιονneut nom /voc /acc sg -
15 змея
-й, πλθ. змеи, змей θ.1. φίδι•гремучая змея ο κροταλίας•
очковая змея κόμπρα, νάγια•
ядовитая змея δηλητηριώδες φίδι•
его ужалила змея τον δάγκωσε το φίδι•
змея медячка τύ-φλωπας, τυφλίας.
2. άνθρωπος ύπουλος.3. επίρ. змей οφιοειδώς.εκφρ.-ю на груди отогреть, пригреть – κ.τ.τ. είναι σα να κρατάς φίδι στον κόρφο (για επικίνδυνο και αχάριστο). -
16 змея
1. зоол. о όφις, το φίδι 2. астр. о Όφις (Ουρά και Κεφαλή) (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > змея
-
17 змея
-
18 snake
[sneik] 1. noun(any of a group of legless reptiles with long bodies that move along on the ground with a twisting movement, many of which have a poisonous bite: He was bitten by a snake and nearly died.) φίδι2. verb(to move like a snake: He snaked his way through the narrow tunnel.) προχωρώ σαν φίδι/σέρνομαι- snake-charmer -
19 аспид
-
20 согнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. βλ. гнуть.2. βλ. горбить.3. μτφ. υποτάσσω, κάμπτω, λυγίζω.εκφρ.согнуть голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•согнуть в дугу ή в три дуги; согнуть в три погибели – α) λυγίζω το κορμί σαν το φίδι. β) καθυποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (σώφρων ίζω).1. βλ. гнуться.2. βλ. горбиться.3. υποτάσσομαι, λυγίζω, κάμπτομαι.εκφρ.согнуть в дугу ή в три дуги; согнуть в три погибели – α) λυγίζω το κορμί σαν το φίδι, ή κάνω βαθιά υπόκλιση, β) μτφ. καθυποτάσσομαι, σωφρωνίζομαι, γίνομαι αρνάκι.
См. также в других словарях:
φίδι — το / φίδιν, ΝΜ, και παλ. εσφ. τ. φείδι Ν συν. στον πληθ. τα φίδια ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τής τάξης ερπετών οφίδια, η οποία περιλαμβάνει 2.700 είδη, συγγενικά με τις σαύρες και τα αμφισβαίνια και ευρέως διαδεδομένα, ιδίως στις θερμές περιοχές … Dictionary of Greek
φίδι — το 1. είδος ερπετού: Τον δάγκωσε φίδι. 2. μτφ., άνθρωπος ύπουλος, κακεντρεχής: Τι φίδι είναι αυτός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπίδα της Κλεοπάτρας — Φίδι, που η κοινή ονομασία του είναι κόμπρα ή κόμπρα της Αιγύπτου και ζει σε ολόκληρη την Αφρική, βόρεια και ανατολική, στην Παλαιστίνη και την Αραβία. Η α. της Κ. έχει φολίδες πάνω στο σώμα της, μαυριδερές στη ράχη και λευκές στην κοιλιά και… … Dictionary of Greek
ουροβόρος όφις — Φίδι που κουλουριάζεται και δαγκώνει την ουρά του. Ο ο.ο. λατρευόταν στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους στη Φρυγία, ως έμβλημα της υπέρτατης δύναμης, της φρόνησης και της μυστηριακής γνώσης. Οι λάτρες του ονομάζονταν οφείτες και ήταν… … Dictionary of Greek
φιδιτίου — φιδῑτίου , φιδίτιον common mess neut gen sg φιλίτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδίται — φιδί̱τᾱͅ , φιδίτης member of a masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδίταις — φιδί̱ταις , φιδίτης member of a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδίτιον — φιδί̱τιον , φιδίτιον common mess neut nom/voc/acc sg φιλίτιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εριχθόνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηφαίστου και της Γης. Κατά τη μυθολογία, η Αθηνά πήγε κάποτε στο εργαστήρι του Ηφαίστου για να της φτιάξει όπλα, αλλά εκείνος της επιτέθηκε με ερωτικές διαθέσεις. Η θεά αντιστάθηκε και το σπέρμα του… … Dictionary of Greek
οφιολατρεία — Η λατρεία των φιδιών αλλά και, γενικότερα, των ερπετών. Το φίδι στη συνείδηση των πρωτόγονων ήταν το πιο μυστηριώδες ζώο. Με την ευκινησία του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πόδια, τους χρωματισμούς του, τα λαμπερά μάτια του και την ικανότητα του… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek