-
1 συν-τίθημι
συν-τίθημι (s. τίϑημι), 1) mit, zugleich, zusammenstellen, -legen, -setzen; τἀμὰ πλευρὰ συνϑεῖναι πέλας πλευροῖσι τοῖς σοῖς, Eur. Alc. 367; Her. 2, 47. 4, 67; σκεύη, Xen. Cyr. 8, 5, 4; τὰ ὅπλα ἐν τῷ ναῷ, Hell. 2, 3, 20; auch zusammenfügen, -bauen, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας, Her. 7, 36; τὸ ἐκ τῶν νεῶν καὶ τοῠ πεζοῦ πλῆϑος συντιϑέμενον, 7, 184; – von dichterischen u. stylistischen Compositionen, ξυντίϑησι δὲ παιδὸς μόρον, Aesch. Suppl. 63; Soph. sagt ἐν βραχεῖ ξυνϑεὶς λέγω, El. 663; συντιϑεὶς γέλων πολύν, verlachend, Ai. 296; χὠ συνϑεὶς τάδε, der dies angestiftet, O. R. 401; ὁ ἅπαν τὸ πρᾶγμα ξυνϑείς, Thuc. 8, 68; ἅπαντα συνϑεὶς τάδ' εἰς ἕν, Eur. I. T. 1016; συνϑέντες λόγον, Bacch. 297; u. pass., συντεϑεὶς ὁ πᾶς λόγος, Troad. 909; u. so in Prosa; bes. vom Abfassen von Schriftwerken, εἴ τις ἄλλος συντίϑησι λόγους, Plat. Phaedr. 278 c; Euthyd. 305 c u. öfter; μύϑους, Rep. II, 377; εἴ τις ποίησιν ψιλὴν ἢ ἐν ᾠδῇ συντέϑεικε, Phaedr. 278 c; Ggstz von διαιρέω, Soph. 252 a, wie συντιϑέμενα ἀλλήλοις καὶ διαιρούμενα Rep. X, 618 c; ὁ συνϑείς, der Schöpfer, Tim. 33 d u. öfter; λόγον, Isocr. 12, 246. 13, 16; absolut, οἱ λογογράφοι συνέϑεσαν, darstellen, Thuc. 1, 21; τέχνας λόγων, Arist. Rhet. 1, 1, eine Redekunst schreiben; πραγματείαν, Plut. Them. 12; δόλον συνϑείς, Bian. 3 (IX, 273); πρᾶγμα εὖ συντεϑέν, Dem. 18, 144; συντι ϑεὶς ψευδεῖς αἰτίας, 25, 28, dem vorangehenden πλάττων entsprechend. – Auch Einem Etwas anvertrauen, übergeben, συνϑεὶς 'Αντιπάτρῳ τὰ τούτων ὀστᾶ, Pol. 5, 10, 4, vgl. 28, 18, 3. – 2) med. συντίϑεμαι, – a) sich Etwas zusammenstellen, bes. geistig, wahrnehmen, bemerken, beachten; σὺ δὲ σύνϑεο, Il. 1, 76. 6, 334; auch σὺ δὲ σύνϑεο ϑυμῷ, Od. 15, 27; ἐμεῖο δὲ σύνϑεο μῠϑον, 17, 153 u. öfter; τῶν δ' Ἕλενος σύνϑετο ϑυμῷ βουλήν, Il. 7, 44; bes. hören, κλαιούσης ὄπα σύνϑετο, Od. 20, 92; φρεσὶ σύνϑετο ϑέσπιν ἀοιδήν, 1, 328; so συνϑέμενος ῥῆμα Pind. P. 4, 277. – b) τινί τι, Etwas mit Einem festsetzen, verabreden, abschließen; μισϑῷ συνετίϑευ παρέχειν, Pind. P. 11, 41; ξυνέϑεσϑε κοινῇ τάδε, Eur. Bacch. 806; τινί τι, Her. 3, 157. 8, 128; Thuc. 4, 19; καϑ' ὅτι ἂν ξύνϑωνται, 5, 18; auch τὶ πρός τινα, Her. 7, 145; c. inf., 6, 115. 9, 7, 2; Thuc. 6, 65; καϑ' ἃς ὁμολογίας ἡμῖν ξυνέϑου πολιτεύσεσϑαι, Plat. Crit. 52 d; ξυνϑέσϑαι ἀλλήλοις μήτ' ἀδικεῖν μήτ' ἀδικεῖσϑαι, Rep. II, 359 a; μὴ συνϑἐμενος αὐτῷ μισϑόν, Gorg. 520 c; dah pass., ἐλϑόντος τοῠ ξυντεϑέντος χρόνου, Phaedr. 254 d, als die bestimmte Zeit gekommen; unterhandeln, Xen., der An. 1, 9, 7 verbindet περὶ πλείστου ἐποιεῖτο, εἴ τῳ σπείσαιτο καὶ εἴ τῳ σύνϑοιτο καὶ εἴ τῳ ὑπόσχοιτό τι μηδὲν ψεύδεσϑαι; auch συντίϑεσϑαι φιλίαν, 2, 5, 8; συνϑέμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους, indem er mit den Freunden wettete, Plut. Alc. 8. – c) τινί, Einem beitreten, beistimmen, wobei man ψῆφον od. γνώμην zu ergänzen pflegt, Sp.
-
2 ἀπο-συν-τίθημι
ἀπο-συν-τίθημι (s. τίϑημι), bei Sext. Emp. adv. Math. ἀπορίας, das Gegentheil von συντίϑημι.
-
3 ἐπι-συν-τίθημι
ἐπι-συν-τίθημι (s. τίϑημι), noch dazu setzen, Themist. u. a. Sp.
-
4 μετα-συν-τίθημι
μετα-συν-τίθημι, umstellen, anders zusammenstellen u. ordnen, Demetr. Phal. 59.
-
5 συν-απο-τίθημι
συν-απο-τίθημι (s. τίϑημι), mit od. zugleich ghod. weglegen, τὸ αἰδεῖσϑαι συναποϑέμενοι, Plut. de audit. A.
-
6 συν-επι-τίθημι
συν-επι-τίθημι (s. τίϑημι), mit, zugleich auflegen, καὶ συνεπιφορτίζειν, Plut. symp. 8, 7 E. – Med., mit, zugleich angreifen; Thuc. 1, 23. 6, 10 u. öfter; μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιϑώμεϑα, Plat. Phil. 16 a; τοῖς καιροῖς, zum Angriff benutzen, Pol. 3, 15, 10 u. öfter.
-
7 συν-εκ-τίθημι
συν-εκ-τίθημι (s. τίϑημι), mit oder zugleich ausstellen, -setzen; χρήματα ξυνεξέϑηκαν οἱ Φαίακες τῷ Ὀδυσσεῖ Plut. de aud. poet. 7 i. M., u. a. Sp.
-
8 συν-ανα-τίθημι
συν-ανα-τίθημι (s. τίϑημι), mit od. zugleich auflegen, weihen, Luc. Phal. 2, 7.
-
9 συν-δια-τίθημι
συν-δια-τίθημι (s. τίϑημι), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.
-
10 τίθημι
τῐθημι (τιθεῖς, -ησι; τιθείς: τιθέμεν: fut. θήσω, -εις; θησέμεν: impf. τίθεν: aor. ἔθηκας, (ἔ) θηκε(ν), θέσαν, θέν coni.: med. fut. θήσομαι, -ονται: aor. θέτο, (ἔ)θεντο; θέμενος, -οι, -αν, -αι; θηκάμενος, -οι; θέσθαι: pass. τιθεμένων.)1 lay, placeaτρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν P. 3.38
med., χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
[ταὶ δ ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς (Bergk: θα- vel θηκάμεναι, θησάμενοι codd.: κατθηκάμενοι Mosch.) P. 9.62]b med., put upon oneself, assume “ φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” P. 4.29 met., “ κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.113 ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει θέμενος οἰωνοπόλον γέρας ( ἀποθέμενος interpr. Schr.) Pae. 4.302 lay, place, establish in various senses.a act. & med., build, fashion δόμον ἔθεντο πρῶτον i. e. for themselves O. 9.44κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ O. 13.82
( νεφέλα)ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; (Barnes: θήσει codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.19b act. & med., establish, found festivals, simm., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (sc. Ἡρακλέης) O. 3.22 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι (sc. Ἴαμον) κέλευσεν i. e. for himself and his descendants. O. 6.70ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9
τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.c establish, set up as a prize ( χαλκὸν) ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (ed. Morel.: ἔθηκεν codd.) N. 10.48d met., establish, instil (in the mind)εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.65
cf. P. 1.40e lay met. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) P. 8.11ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω ( καταθεὶς v. l.) fr. 109.f act. & med., place, put esp. c. abstract subject [ Πίσας χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19] κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: κρύφιον codd.: τιθέμεν Hermann: locus varie temptatus) O. 2.97 μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 makea act. & med., performσεμνὰν θυσίαν θέμενοι O. 7.42
Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61
καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99
b med., make for oneself, undertake εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) O. 8.86 ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών having made himself a now O. 10.63καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
c c. abstract subs. in periphrasis τλᾶθι τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (= σπουδάζειν) P. 4.276 Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (= αἰνεῖν) N. 1.5d act. & med., c. pr. adj., subs. ἄφθιτον θέν νιν (Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.: θῆκαν Rauchenstein) O. 1.64ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.4
θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.6
ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.18
τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.47
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ O. 13.98
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον making his every word earnest P. 4.132νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” P. 9.54 “ θήσονταί τέ νιν (“utrum recte iam vett. gramm. ad θῆσθαι rettulerint necne dubitare possis, quamquam θρέψουσι schol. 113,” Schr.) P. 9.63ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15
ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.58
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.15
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.59
κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22
τό (sc. ῥῆμα)μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50
Διομήδεα δ' ἄμ-βροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλὰν N. 10.89
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.3
Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν (sc. Ἀπόλλων) Πα... λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.3 in zeugma,ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
4 fragg. ]θέμεν Δ. 1. 12. θῆ]κε (supp. Snell) Δ... πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν (Bergk: ἔθηκε codd.) fr. 177a. Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κεν ἀστ]οῖσιν τελευτὰν ( τέλος Σ unde τελετὰν coni. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.5 in tmesis. ἐπὶ γὰρ τίθησι (v. ἐπιτίθημι) P. 2.10 ὑπὸ ἔθηκε (v. ὑποτίθημι) O. 1.19 -
11 τίθημι
Aτιθεῖς Pi.P.8.11
, S.Ph. 992 cod. B ( τιθείς LA rec.), E.Cyc. 545 codd. Lp (- θείς P, l), Alc. codd. pler., corrupted to Stob., Arr.Epict.3.22.76, Pl.Euthd. 301e ([etym.] ἐπι-), Lib. Or.46.28 ([etym.] προς-) ; ἐν-τιθεῖς (v.l. -εὶς) Ar.Eq. 717;περι-τιθεῖς BGU 1141.19
(i B.C.); but τίθης is found in Pl.R.l.c. codd. AD, Ar. l.c. cod. A, Lib.Or.27.11 ([etym.] προς-), etc., and is taught by Choerob. in Theod. 2.328 H.; [dialect] Ep.τίθησθα Od.9.404
, 24.476, and so in [dialect] Aeol., Alc.Supp.4.27 (τίθεισθα Hsch.
); [ per.] 3sg.τίθησι Il.4.83
, al., and [dialect] Att.; [dialect] Dor. (Megara, iv B.C.), Theoc.3.48; [ per.] 3pl.τιθέασι Th.5.96
, Alex.128; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.τιθεῖσι Il.16.262
, Hes.Th. 597, Hdt.2.91 (also A.Ag. 466 (lyr.)); [dialect] Aeol. τίθεισι ([etym.] προ-) Schwyzer 631 A 2 (ii B.C.); [dialect] Dor.τίθεντι IG12(3).103.10
([place name] Nisvrus); [dialect] Ion. [ per.] 3sg.τιθεῖ Il.13.732
, Mimn.1.6, Hdt. 1.113, also Arc., SIG559.16 (Megalop., iii B.C. ) (τιθῶ Luc.Ocyp.43
,81, διατιθῶ cited by A.D.Synt.290.6): [tense] impf. ; , Ar.Nu.59 ([etym.] ἐν-), etc.;ἐτίθει Il.18.541
, al., Ar.Ach. 532, Nu. 63 ([etym.] προς-), etc., [dialect] Ep.τίθει Il.1.441
, al.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.τίθεσαν Od.22.456
;τίθεν Pi.P.3.65
;πρό-τιθεν Od.1.112
(Aristarch.); lateἐτίθουν Act.Ap.4.35
; [dialect] Ion. [tense] impf. τίθεσκον Hes Fr.112; ἐτίθεα ([etym.] ὑπερ-) Hdt.3.155: imper.τίθει Il.1.509
, etc.; inf. τιθέναι, not in Hom. or Hes.; [dialect] Ep.τιθήμεναι Il.23.83
; , Pi.P.1.40;τιθεῖν Thgn.286
, IG12(9).189.5 ([place name] Eretria); written (Phrygia, iv A.D.); part. τιθείς, but [dialect] Ion. pl. τιθεῦντες v.l. in Hdt.2.91: [tense] fut. θήσω, [dialect] Ep. inf.θησέμεναι Il.12.35
,θησέμεν Pi.P.10.58
: [tense] aor.1 ἔθηκα, only used in indic., and mostly in sg., for though [ per.] 3pl. is common, the 1 and [ per.] 2pl. are rare, X.Mem.4.2.15, ([etym.] ἀν-) Hyp.Eux.9; even ἔθηκαν is very rare in early Attic,ἀνέθηκαν IG2.1620d
, 22.2971 (both iv B.C.), but is found in Plb.8.4.4, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.θῆκαν Il.24.795
, etc.: [tense] aor. 2 ἔθην, not used in indic. sg., whereas pl. is very common, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, [dialect] Ep.θέσαν 12.29
, etc.; imper. , etc.; [dialect] Lacon. [ per.] 3sg. σέτω ib. 1081; subj. θῶ, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion.θέω Sapph.12
, ([etym.] προς-) Hdt.1.108, [dialect] Ep.θείω Il.16.83
, al. (for Θή-ω); [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. θήῃς, θήῃ, 6.432, 16.96, Od.10.301, 341 (sts. with the opt. forms θείης, θείη as v.l.); [dialect] Ep. [ per.] 1pl. θέωμεν (disyll.) 24.485, θείομεν (for Θήο-μεν, short-vowel subjunctive) Il.23.244, Od.13.364; opt. θείην, [ per.] 1pl.θεῖμεν 12.347
, Pl.Prt. 343e ( θείημεν codd. BT),προς-θεῖμεν Id.R. 370d
, andκατα-θεῖτε D.14.27
; [ per.] 3pl. ; inf. θεῖναι, [dialect] Ep.θέμεναι Il.2.285
,θέμεν Od.21.3
, Hes.Op.61,67; [dialect] Dor.θέμειν IG 12(1).677.13
(Rhodes, iv B.C.); part.θείς Il.23.254
, etc.: [tense] pf. τέθηκα [dialect] Att. Inscrr., IG22.2490.7 (iv B.C.), ([etym.] ἀνα-) ib.839.38, 1299.44, 1534.76, also at Delos, ib.11(2).161 A6 (iii B.C.), etc., and in Papyri, POxy. 1087.42 (i B.C.); (iii B.C.), ([etym.] ὑπο-) PPetr.3p.53 (iii B.C.), ([etym.] ἐκ-) UPZ62.4 (ii B.C.), ([etym.] ἀνα-) IG22.1011.71,80 (ii B.C.), ([etym.] προς-) Str.1.2.23; hence some editors restore τέθηκα for τέθεικα in Attic authors, as X.Mem.4.4.19, D.20.55, 22.16, 27.36, Alex.15.13; Phocian [ per.] 3pl.ἀνα-τεθέκαντι BCH59.202
([place name] Daulis):—[voice] Med. τίθεμαι, [ per.] 2sg. ; τίθη or τίθῃ dub. in PTeb.768.9 (ii B.C.); as [voice] Pass., AP11.300 (Pall.); imper. , Pl. Sph. 237b, , [dialect] Dor. τίθευσο cj. in AP9.564 (Nic., τιθεύσω cod., τίθεσσο Plan., cf. ἀφίκευσο); [dialect] Ep. part.τιθήμενος Il.10.34
: [tense] fut.θήσομαι 24.402
, etc.: [tense] aor. 1 ἒθηκάμην, only in indic. and part., and never in [dialect] Att.; [ per.] 2sg.ἐθήκαο Theoc.29.18
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.θήκατο Il.10.31
, Hes.Sc. 128; part.θηκάμενος Thgn.1150
, Pi.P.4.29: [tense] aor. 2ἐθέμην Il.2.750
, etc.; [dialect] Ep. and Lyr. [ per.] 3sg.θέτο 10.149
, Pi.N.10.89; imper.θέο Od. 10.333
, ; subj. , etc.; [dialect] Ep. [ per.] 2sg.θῆαι Od. 19.403
; opt. , etc.; [ per.] 3sg.θεῖτο Od.17.225
, A.Pr. 527 (lyr.), Pl.Tht. 195c, etc. (πρός-θοιτο, -θοισθε, ἔν-θοιτο are found in D. 11.6, 21.188, 34.17, butπρος-θεῖτο Id.6.12
codd.; ἐπιθοίμεθα, -θοιντο, Th.6.34,11; cf.τιθοῖτο X.Mem.3.8.10
): [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass. (Milet., v B.C.), Pl.Lg. 705e, 744a: [tense] fut. , Pl.Lg. 730b, D.24.17: [tense] aor. , Lys.31.28, etc. (ἐθέθην IG14.862
(Cumae, vi B.C.)): [tense] pf. τέθειμαι, rare in early Gr., LXX 1 Ki.9.24, Ev.Marc.15.47, ([etym.] προς-) Arist.Mech. 853a35; inf. codd. (but f.l.); part.τεθειμένος Demad.12
, ([etym.] προ-) X.Hier.9.11, ([etym.] δια-) Men.591; also used in med. sense, D.21.49, SIG705.17 (Delph., ii B.C.), BGU1735.11 (i B.C.), Luc.Somn.9, ([etym.] ἐν-) D.34.16, ([etym.] προ-) Supp.Epigr.7.62.6 (Seleucia Pieria, ii B.C.), ([etym.] συν-) OGI229.62 (Smyrna, iii B.C.); ὑπεκ-τεθημένος (sic) BCH54.269 (Rhamnus, iii B.C.); ἀνα-τέθηται (pass. sense) Phld.Mus.p.81 K.; Phocian [tense] pf. part. (med. sense)ἀνα-τεθεμένος BCH59.202
([place name] Daulis):— the [voice] Pass. never occurs in Hom., and is generally rare, κεῖμαι being used instead.A in local sense, set, put, place,λίθον Il.21.405
, cf. IG12.373.10, al.;θεμείλια Il.12.29
; τέρματα τ. Od.8.193; κλισίην, θρόνον τ. τινί, set a stool or chair for him, 4.123, 8.65 (so in [voice] Med., set for oneself,δίφρον 20.387
);ἐκελήσατο θέμεν τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον
lay down,IG
42(1).122.31 (Epid., iv B.C.); πόδα τ. plant the foot, i.e. walk, run, A.Eu. 294, E.IT32: so in [voice] Med., τετράποδος βάσιν θηρὸς τιθέμενος, i.e. going on all fours, Id.Hec. 1059 (lyr.): the mode is expressed by Advbs. or Preps.,a with Advbs., τ. τι πυρὸς ἐγγύς, ἀπάνευθε πυρός, Od.14.518, Il.18.412;προπάροιθε ποδῶν 20.324
;χαμαὶ τ. τὸν πόδα A.Ag. 906
; τὰ ἄνω κάτω and τὰ κάτω ἄνω τ. Hdt.3.3, cf. A.Eu. 651, etc.: with Advbs. implying motion,ἄλλοσε θῆκε Od.23.184
, 204;ἔχεις.. ὅποι θήσεις Pl.R. 479c
:—[voice] Med.,ὅποι.. τιθοῖτο X.Mem.3.8.10
.b with Preps. of local sense, ([voice] Med.,ἀμφ' ὤμοισι τιθήμενον ἔντεα Il.10.34
); ἀνά τινι or τι, asἂμ βωμοῖσι Il.8.441
;ἀνὰ μυρίκην 10.466
; ἐπί τινος, τινι, or τι, asεἵματα ἐπ' ἀπήνης Od.6.252
, cf. Il.16.223, etc.;ἐπὶ κρατὶ κυνέην 15.480
; (v. infr.111.2); ἐπὶ [θρόνον τὰ ἱμάτια] Hdt.1.9, cf. A.Supp. 483, etc.; τὴν ἀρχὴν (sc. τοῦ ἐπιδέσμου) κατὰ μεσοφρύου, ἐπὶ ἰνίον, etc., Sor.Fasc.1,2, al.; ὑπό τινι or τι, asδέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ Il.24.644
;ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Od.4.445
: most freq. with the Preps. ἐν or εἰς, put in or put into.., asθῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Il.18.476
;τόξα ἐν πυρί 5.215
;ἐν κίστῃ ἐδωδήν Od.6.76
; ἐν λεχέεσσι θ. [τινά] Il.18.352 (so in [voice] Med., ἐς δίφρον ἄρνας θέτο put into the car, 3.310;ὁ θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἐν τῷ σώματι 1 Ep.Cor.12.18
); ἐς λάρνακα, ἐς κάπετον, Il.24.795, 797; ([voice] Med.,ἐν τάφοισι θέσθε Id.OC 1410
), cf. Ant. 504, Tr. 1254.c in Poets also with dat. only,χρήματα μυχῷ ἄντρου Od.13.364
(so in [voice] Med.,κολεῷ ἄορ θέο 10.333
), cf. S.Tr. 691, E.Hel. 1064.--The same constructions will be found under many of the following heads.II Special phrases:1 θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, ἐν χειρί, put it in his hands, Il.1.441, 585, etc.; ἐν χερσί orχείρεσσί τινος 6.482
, 23.597;οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσι Od.14.448
; ἐς χεῖρά τινος into his hand, S.Aj. 751.2 of women, θέσθαι παῖδα, υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ, to have a child put under her girdle, i.e. to conceive, h.Ven. 255, 282.3 ἐν ὄμμασι θέσθαι set before one's eyes, Pi.N.8.43.5 θέσθαι τὴν ψῆφον lay one's voting-pebble on the altar, put it into the urn, : hence simply, give one's vote, ἐπὶ φόνῳ for death, E.Or. 756 (troch.); ἑωυτῷ in one's own favour, Hdt.8.123;σὺν τῷ νόμῳ X.Cyr.1.3.17
; εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ., A.Supp. 640 (lyr.), Lycurg.128, etc.; and in [voice] Pass., : also γνώμην θέσθαι, c. inf., give one's opinion, Hdt.7.82;περὶ ἡμῶν And.3.21
: τίθεσθαι abs., vote, codd. (anap., γνώμην Lambinus), Hld.2.29;μετά τινος A.Supp. 644
(lyr.);ἐναντία τινί Pl.Phlb. 58b
; τινι S.E.P.2.37 codd., Lib.Decl.1.65.6 in Hom., θεῖναί τινί τι ἐν στήθεσσι, ἐν φρεσί, etc., put or plant it in his heart,ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Il.13.732
; βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. 17.470;ἔπος ἐν φρεσί 19.121
, al.; alsoμένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκε 21.145
:—[voice] Med., ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο θυμόν laid up wrath in his heart, treasured it there, 9.629; ; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε harboured enmity against them, 8.449;καθαρὸν θέμενος νόον Thgn.89
;θέμενος ἄγναμπτον νόον A.Pr. 164
(lyr.); ἐνὶ φρεσὶ θέσθαι, c. inf., bear in mind, think of doing a thing, Od.4.729;θ. [τι] ἐν καρδίᾳ Ev.Luc. 1.66
.7 deposit, as in a bank,τὰ πρυτανεῖα πρὸς τοὺς ἄρχοντας IG12.22.33
; ;ἐνέχυρον τιθέναι τι Ar.Pl. 451
, cf. Ec. 755, D.41.11, PEnteux.32.7 (iii B.C.), etc.:—[voice] Med., .ά, cf. Od.13.207;τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἕως.. PCair.Zen.723.11
(iii B.C.);ἐγγύην θέσθαι A.Eu. 898
;συνθήκας παρά τινι Lycurg.23
:—[voice] Pass.,τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθεντα D.49.5
(but [voice] Act. and [voice] Med. are sts. distd., ὁ θείς the mortgagor, ὁ θέμενος the mortgagee, , cf. Hyp.Fr. 169, D.53.10; τίθεσθαι seems to have the same meaning as ὑποτίθεσθαι in IG22.43.41, 2758.4, 12(7).55.12 (Arcesine, iv/iii B.C.), but the two are distd. in Supp.Epigr.3.760 (Euboea, iv B.C.)): metaph., χάριν or χάριτα θέσθαι τινί deposit a claim for favour with one, lay an obligation on one, Hdt.9.60, 107, cf. A.Pr. 783, etc.8 pay down, pay, τόκον, εἰσφοράν, μετοίκιον, D.41.9, 22.43, 29.3;τὸ γιγνόμενον Id.18.104
;τὸν πριάμενον ἑκατοστὴν τιθέναι τῆς τιμῆς Thphr.Fr.97.1
;τὴν τιμήν PRev.Laws 18.13
(iii B.C.);τὰ μέρη PCair.Zen.218.33
(iii B.C.); [τὰς δραχμὰς] εἰς ἀνήλωμα τοῦ πλοίου ib.753.64 (iii B.C.):—[voice] Med.,θέμενος ἀρραβῶνα PFlor.303.3
(vi A.D.).b place to account, reckon, D.27.34,36, 28.13;θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Lys.32.28
, cf. ib.21:—metaph. in [voice] Med., ; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο reckoned as doubtful, Th.4.18.10 in military language, τίθεσθαι or θέσθαι τὰ ὅπλα has four senses,a rest arms, i.e. halt, with arms in an easy position but ready for action, Th.4.44,93, 7.3; θέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα advancing to the market-place and resting arms there, Id.2.2, cf. Hdt.9.52, X.An.1.5.14, 17, 1.6.4, etc.; εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τ. ib.2.2.21, 5.4.11; so ἐν τάξει ib.2.2.8; ἀντία τισί over against them, Hdt.5.74 (in 1.62 ἀντία ἔθεντο τὰ ὅπλα over against it (the temple)); poet., πάτρας ἕνεκα εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα Inscr. ap. D.18.289.b bear arms, fight,τὸ θυμοειδὲς.. ἐν τῇ τῆς ψυχῆς στάσει τίθεσθαι τὰ ὅπλα πρὸς τὸ λογιστικόν Pl.R. 440e
;τοῦ δήμου.. παρακαλοῦντος τοὺς στρατιώτας τίθεσθαι πρὸς τὴν πόλιν IG22.666.10
;ὃς ἂν μὴ θῆται τὰ ὅπλα μηδὲ μεθ' ἑτέρων Arist.Ath.8.5
, cf. Lys.31.14, D.21.145; so ὁπόσοιπερ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται who serve on horseback or on foot, Pl.Lg. 753b, cf. 756a;ἐν ταῖς ναυσὶ τὰ ὅπλα θέσθαι Plu.Cim.5
.c lay down one's arms, surrender, D.S.20.31,45; so, without the idea of surrender, θέσθαι τὰς ἀσπίδας X.HG2.4.12 (but [voice] Act.,τὰ ὅπλα θείς Plu.2.759a
).d τὰ ὅπλα εὖ τίθεσθε keep your arms in good order, X.Cyr.4.5.3;εὖ ἀσπίδα θέσθω Il.2.382
.II lay in the grave, bury, (freq. with words added, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, etc., v. supr. 1 b); ποῦ σφε θήσομεν χθονός; A.Th. 1006 (lyr.):— [voice] Pass.,τὰ δὲ ὀστᾶ φασι.. τεθῆναι.. ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.1.138
, cf. Pl.Mx. 242c, Lg. 947e;ἄλλῳ δὲ μηδενὶ ἐξεῖναι ἐν τῷ πυργίσκῳ τεθῆναι μετὰ τὸ ἐνταφῆναι αὐτήν· ἐπεὶ ὁ θείς τινα ἀσεβὴς ἔστω θεοῖς καταχθονίοις TAM 2(1).51
([place name] Telmessus), cf. 55, al., AJP48.30 ([place name] Apamea), Supp.Epigr. 6.221 ([place name] Phrygia), etc.III set up, of the prizes in games,ἄεθλα Il.23.263
, etc.; ἀέθλιον ib. 748; (so in [voice] Pass., τὰ τιθέμενα the prizes, D.61.25); also with the object offered as the prize, τ. δέπας, βοῦν, σόλον, etc., Il.23.656, 750, 826, al., cf. Hdt. 1.144, S.Aj. 573:—this is more fully expressed by ἐς μέσσον τ., Il.23.704: after Hom. more generally, lay before people as common property, ; ; so alsoτ. τι εἰς τὸ κοινὸν X.Mem.3.14.1
; reading and sense are doubtful in A.Ch. 145.2 set up in a temple, dedicate,ἀγάλματα Od.12.347
;τάσδε.. θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε E.Ph. 576
; so perh. Il.6.92 (v. supr. 1b).IV assign, award,τιμήν τινι Il.24.57
;ὄνομά τινι Pl.Sph. 244d
: esp. in [voice] Med., ὄνομα (or οὔνομα) θέσθαι τινί give a child a name at one's own discretion, Od.18.5, 19.406 (in 19.403 with v.l. θείης), Hdt.1.107, 113, cf. E.Ph.13: ellipt., withoutὄνομα, ᾧ δὴ ἀθροίς ματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Pl.Tht. 157b
, cf. Cra. 402b: pleonast., .V τιθέναι νόμον down or give a law, of a legislator, S.El. 580, E.Alc.57, Ar.Ach. 532, Pl.R. 339c, D.24.99, etc.:—so in [voice] Med., of Solon, Hdt.1.29; of a people, state, or legislature, give oneself a law, make a law, Pl.R. 338e, Isoc.3.6, Arist. Pol. 1289a14 ([voice] Pass.,τίθεται νόμος Ar.Nu. 1425
, Pl.Lg. 705e, 744a; τιμωρίαι.. ἐτέθησαν ib. 943d); alsoθήσω θεσμόν A.Eu. 484
;κήρυγμα θεῖναι S.Ant.8
; σκῆψιν τιθέναι allege an excuse, Id.El. 584: c. acc. et inf., order matters so that.., [ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν βασιλέα πρὸ τῆς πόλεως τὰ δημόσια ἅπαντα X.Lac.15.2
, cf. 1.5, 2.11; without inf., : c. dat. et inf.,γυναιξὶ σωφρονεῖν.. θήσει Id.Tr. 1057
.2 [voice] Med., agree upon,ἡμέραν θέσθαι D.42.1
,13; so θ. συγγραφήν, ὁμολογίαν, σύμβολόν τινι, etc., PEleph. 2.16 (iii B.C.), PGoodsp.Cair. 6ii 2 (ii B.C.), PRein.11.9 (ii B.C.), etc.3 execute a document. τ. διαθήκην make a will, Stud.Pal.1.6.3 (v A.D.): so in [voice] Med., PSI10.1119.16 (ii A.D.); θέσθαι τινὸς ἀπαρχήν make out a person's birth-certificate, ib.9.1067.15 (iii B.C.), etc.VI establish, institute, , cf. X.An.1.2.10; ἐν τοῖς ἀγώνοις οἷς ἁ πόλις τίφητι (sic) Delph.3(3).120.17 (ii B.C.);πενταετηρίδα Pi.O.3.21
.VII dispose, order, ordain, bring to pass, of gods,οὕτω νῦν Ζεὺς θείη Od.8.465
, 15.180;ὣς ἄο' ἔμελλον θησέμεναι Il.12.35
; [Ζεὺς] τίθησ' ὅπῃ θέλει Semon.1.2
; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίθησιν (sc. Ζεύς) A.Eu. 651; πάντα παγκάκως θεοὶ θέσαν cj. in Id.Pers. 283 (lyr.);τέλος δ' ἔθηκε Ζεὺς.. καλῶς S.Tr. 26
; κόσμῳ θέντες, as etym. of θεοί, Hdt.2.52; of human beings, administer, manage, [τι] κακῶς θέμεν, εὖ θέμεν, Thgn.845, 846;τὰ δ' ἄλλα φροντὶς.. θήσει δικαίως A.Ag. 913
; ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς ib. 1673 (troch.);ταῦτ' ἐγὼ θήσω καλῶς E.Hipp. 521
, cf. Andr. 737;τὰ παρ' ὑμῶν εὖ τίθει Ar.Lys. 243
;τ. τὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς X.Ages.11.12
; :—[voice] Med., administer for oneself,οἶκον εὖ θέσθαι Hes.Op.23
;ἄνδρας σοφοὺς χρὴ τὸ παρὸν πρᾶγμα καλῶς εἰς δύναμιν τίθεσθαι Cratin. 172
(lyr.), cf. D.23.134, Anon.ap Suid.s.v. τίθεσθαι, Hsch.s.v.τὸ παρὸν εὖ τίθεσο; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25
; τὸ παρὸν εὖ θέσθαι make the best of one's resources or situation, Luc.Nec.21, M. Ant.6.2, cf. Aristid.2.35 J.; ;τὰ παρόντα θέσθαι καλῶς Ach.Tat.5.11
;τὰ σεωυτοῦ τιθέμενος εὖ Hdt.7.236
;τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον Pl.R. 443d
; ;τὰ πάντα ὅπως ἂν αὐτῇ ἡδὺ ᾖ οὕτως τίθεσθαι X.Mem.1.4.17
;εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα E.Andr. 378
;τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ Id.IT 1003
, cf. Ba.49, HF 605, 938, Hipp. 709, Dionys.Eleg.1.5;τὰ πρὶν εὖ θέμενος S.El. 1434
; συνετῶν ἀνδρῶν (sc. εἶναι), πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι Pittac.
ap. D.L.1.78; τὸ κοινῶς φοβερὸν ἅπαντας εὖ θέσθαι that all should face the common danger, Th.4.61; of wars, quarrels, etc., bring them to a successful issue, but sts. put a good face on them, patch them up,ἕως ἂν τὸν πόλεμον εὖ θῶνται Id.8.84
;θήσονται τὸν πόλεμον ᾗ βούλονται Id.1.31
; πόλεμον ἀραμένους οὐ ῥᾴδιον εὐπρεπῶς θέσθαι ib.82;ὅτῳ τρόπῳ.. τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θήσονται Id.6.11
; ;τὸν τρὸς τοὺς Ἐλευσῖνι πόλεμον ὡς μετρίως ἔθεντο Pl.Mx. 243e
; ἄμεινον ἢ τότε ἐθέμεθα τὸν πόλεμον ib. 245e; : abs.,θέσθαι καλῶς S.Fr. 350
:—pass.,εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Th.4.120
.2 in the game of πεττεία, κυβεία, Lat. tesserae (cf. Ter.Adelph.739), to place as skilfully as possible the pieces which have been assigned to one by the luck of the dice,πεττείᾳ τινὶ ἔοικεν ὁ βίος, καὶ δεῖ ὥσπερ ψῆφόν τινα τίθεσθαι τὸ συμβαῖνον Socr.
ap. Stob.4.56.39;ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R. 604c
, cf. Plu.Pyrrh.26;στέργειν δὲ τἀκπεσόντα καὶ θέσθαι πρέπει σοφὸν κυβευτήν S.Fr. 947
; τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι I will take advantage of my master's good luck, A.Ag.32: many of the passages cited in A. v11. I may be metaph. applications of this sense.B put in a certain state or condition, much the same as ποιεῖν, ποιεῖσθαι, and so often to be rendered by our make:I folld. by an attributive Subst., make one something, with the predicate in apposition, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν, etc., Il.1.290, 6.300, Od.15.253, etc.;θ. τινὰ ἀρχέπολιν Pi.P.9.54
; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος make her another's wife, of a third person who negotiates a marriage, Il.19.298 (for [voice] Med., v. infr. 3); ἥτε με τοῖον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει who has made me such as she will, Od.16.208; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou hast made my comrades swine, 10.338; so [νῆα] λᾶαν ἔθηκε 13.163
, cf. Il.2.319, etc.;ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον LXX Ps.109(110).1
; but γέλων ἔθηκε συνδείπνοις caused them laughter, E. Ion 1172; λόγους εἰς μέτρα τ. put them into verse, Pl. Lg. 669d.2 with an Adj. for the attributive, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήρων make him undying and undecaying, Od.5.136; πηρόν, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινά, Il.2.599, 6.139, 9.483;τὸν μὲν.. θῆκε μείζονά τ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Od.6.229
, cf. 18.195, Pl.Prt. 344d.b of things, ἅλιον πόνον, πόνον οὐκ ἀτέλεστον, πάντα μεταμώνια, Il.4.26,57, 363;ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων Od.3.88
, cf. 11.274;ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pi.O.2.17
;ἀρὰν τ. ἀλαθῆ A.Th. 944
(lyr.); ἀναστάτους οἴκους τ. S.Ant. 674; ; τὸ πραχθὲν ἀγένητον τ. Pl.Prt. 324b.3 freq. in [voice] Med., γυναῖκα or ἄκοιτιν θέσθαι τινά make her one's wife, Od.21.72, 316, B.5.169; παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν θ. take her own son as husband, A.Th. 929 (lyr.).b υἱὸν θέσθαι τινά, like ποιεῖσθαι, make one's son, adopt, Pl.Lg. 929c, etc.: abs., θέσθαι τινά adopt, Plu.Aem.5.c generally,προσφιλῆ θέσθαι τινά S.Ph. 532
; but φίλον ἐμαυτῷ θ. deem my friend, Id.Ant. 188; γέλωτα θέσθαι τινά make him one's butt, Hdt.3.29, 7.209.4 c. inf., make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικᾶσαι make him conquer, Pi.N.10.48 (dub.);μετατραπεῖν Id.Fr. 177
; (lyr.), cf. 1036, 1174 (lyr.), E.Med. 718, Heracl. 990, etc.II in reference to mental action, when [voice] Med. is more freq. than [voice] Act., lay down. assume, hold, reckon or regard as.., τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Od.21.333; (lyr.); , cf. 430b ([voice] Med.); θὲς δή μοι.. now suppose so and so, Id.Tht. 191c;εὐεργέτημά τι θεῖναι D.1.10
; withὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὃ βούλονται Pl.R. 458a
, cf. Phd. 100a;μὴ τοῦτο ὡς ἀδίκημα θῇς D.18.193
.2 folld. by Advbs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; in what light must we regard these things? S.Ph. 451; οὐδαμοῦ τιθέναι τι hold of no account, E.Andr. 210; πρόσθεν or ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι, Id.Hec. 129 (anap.), Supp. 515; πόρρω τίθεσθαί τί τινων set far below.., D.18.299.3 folld. by Preps.,τ. τινὰ ἐν φιλοσόφοις Pl.R. 475d
;ἐν τοῖς φίλοις X.Mem.2.4.4
; also εἰς ὁποτέραν (of two classes) Pl.Sph. 264c; εἰς τὸν δῆμον, εἰς τοὺς πλουσίους, X.Mem.4.2.39; alsoοὐκ ἐν λόγῳ τίθεσθαί τινα Tyrt.12.1
;ἐν τιμῇ τίθεσθαί τινα Hdt.3.3
;ἐν αἰτίῃ τιθέναι τινά Id.8.99
; ἐν οἰωνῷ τινι τοῦ μέλλοντος, ἐν ἐπαίνῳ, ἐν γέλωτι τίθεσθαι, Plu.Alex.31, Cat.Ma.20, TG17; θέσθαι παρ' οὐδέν set at naught, A.Ag. 230 (lyr.), E.IT 732, cf. Pl.Phdr. 252a (but (i B.C.), Supp.Epigr.7.1.6 (Susa, i A.D., Epist.Artabani));ἐν παρέργῳ θοῦ με S.Ph. 473
; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου ib. 876;ταῦτ' ἐν αἰσχρῷ θέμενος E. Hec. 806
;ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Th.1.35
;ἐν ἀδικήματος μέρει τιθέναι τι D.23.148
; θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος estimate them by.., Id.8.8.4 c. partit. gen., ἐμὲ θὲς τῶν πεπεις μένων put me down as one of the convinced, Pl.R. 424c, cf. 376e, 437b; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη might reckon it as due to our carelessness, D.1.10.5 c. inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I hold not that he lives, count him not as living, S.Ant. 1166: so in [voice] Med., Pl.Phd. 93c, D. 25.43,44: rarely c. part., θήσω ἀδικοῦντα [αὐτόν] Id.23.76, cf. Pl. Prt. 343e, Ap. 27c.6 elliptically, lay down, assume, θῶμεν δύο εἴδη (sc. εἶναι) Id.Phd. 79a, etc.; θήσω οὕτω (sc. εἶναί τι) D.23.85, cf. Arist.Pol. 1290a30.7 affirm, opp. αἴρω (deny), τὸ ἐπέκεινα ὄντος οὐ τόδε λέγει- οὐ γὰρ τίθησιν-- the phrase 'beyond being' does not denote a 'this' (for it is not an affirmation), Plot.5.5.6.C without any attributive word following, make, work, execute, of an artist,ἐν δ' ἐτίθει νειόν Il.18.541
, cf. 550, 561, 607; [δόρπον] θησέμεναι Od.20.394
.2 make, cause, bring to pass,ἔργα Il.3.321
;τ. κέλαδον καὶ ἀϋτήν 9.547
;ὀρυμαγδόν Od.9.235
;ἔριν μετ' ἀμφοτέροισιν 3.136
; φιλότητα, ὅρκια μετ' ἀμφ., Il.4.83, Od.24.546: c. dat. pers.,σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι Il.8.171
; , etc.;πᾶσι δ' ἔθηκε πόνον 21.524
, cf. 15.721, 16.262; 6, etc.;χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν Pi.O.2.99
;πόλει κατασκαφὰς θέντες A. Th.47
;εἰρήνην φίλοις Id.Pers. 769
;αἷμα θήσεις E.Ba. 837
(s. v.l.).3 freq. in [voice] Med., make or prepare for oneself, θέσθαι κέλευθον make oneself a road, open a way, Il.12.418;θέτο δῶμα Od.15.241
; τίθεντο δὲ δαῖτα, δόρπα, Il.7.475, 9.88 (but δαῖτα τίθενται are holding a feast, Od.17.269); μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι to make oneself, get a large thigh, Od.17.225; θέσθαι μάχην engage in.., Il.24.402; ; ἱδρῶτα τίθεσθαι have an access of perspiration, Hp.Decent.2; μαρτύρια θέσθαι produce as testimony, Hdt.8.55; ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος putting on the aspect of a reverend man, Pi.P.4.29, cf. Hsch. s.v. θήκατο; πόνον πλέω τίθου work thyself the more annoy, A.Eu. 226;εὐκλεᾶ θέσθαι βίον S.Ph. 1422
, etc.4 periphr. for a single Verb. μνηστήρων σκέδασιν θεῖναι make a scattering, Od.1.116; θέμεν κρυφόν, νέμεσιν, αἶνον, for κρύπτειν, νεμεσῦν, αἰνεῖν, Pi.O.2.97, 8.86, N.1.5;μὴ σχολὴν τίθει A. Ag. 1059
; ὑμῖν ἔθηκε σὺν θεοῖς σωτηρίαν (v.l. προμηθίαν) E.Med. 915:— also in [voice] Med., θέσθαι μάχην, for μάχεσθαι, Il.24.402; θέσθαι θυσίαν, γάμον, for θύειν, γαμεῖσθαι, Pi.O.7.42, 13.53; σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι, S.Aj.13, 536, cf. Pi.P.4.276;θ. ἐπιστροφὴν πρό τινος S.OT 134
;περὶ τούτων οἰκονομίας PEnteux.22.6
(iii B.C.); and c. gen., θ. λησμοσύναν, συγγνωμοσύνην τινῶν, S.Ant. 151 (lyr.), Tr. 1265 (anap.). (Cf. Lith. dēti 'lay (eggs, etc.)', Skt. dáti 'lay down, place', Lat. -do in con-do, etc., Engl. do, doom.) -
12 τιθημι
(impf. ἐτίθην, aor. 1 sing. ind. ἔθηκα, aor. 2 pl. ἔθεμεν, fut. θήσω, pf. τέθεικα, ppf. ἐτεθείκειν; praes. conjct. τιθῶ, aor. 2 conjct. θῶ; praes. opt. τιθείην, aor. 2 opt. θείην; praes. imper. τίθει, aor. 2 imper. θές; praes. inf. τιθέναι, aor. 2 inf. θεῖναι; part. praes. τιθείς, part. aor. 2 θείς; med.: praes. τίθεμαι, impf. ἐτιθέμην, aor. 2 ἐθέμην; praes. conjct. τιθῶμαι, praes. aor. 2 θῶμαι; praes. impf. opt. τιθείμην, aor. 2 opt. θείμην; praes. imper. τίθεσο, imper. aor. 2 θοῦ; praes. inf. τίθεσθαι, aor. 2 inf. θέσθαι; part. praes. τιθέμενος, part. aor. 2 θέμενος; med.-pass.: pf. τέθειμαι, ppf. ἐτεθείμην; pass.: fut. τεθήσομαι, aor. 1 ἐτέθην, adj. verb. θετός) тж. med.1) ставить, кластьκλισίην τιθήμεναί τινι Hom. — поставить кресло для кого-л.;
ἄλλοσε τ. Hom. — ставить на другое место, передвигать;τετράποδος βάσιν θηρὸς τίθεσθαι Eur. — передвигаться как четвероногое животное (на четвереньках);τὰ μὲν ἄνω κάτω τ., τὰ δὲ κάτω ἄνω Her. — ставить верхнее вниз, а нижнее вверх, т.е. переворачивать (все) вверх дном;ἀπάτερθέν τινος τ. Hom. — выносить из чего-л.;θέσθαι τι ἐπὴ τὰ γόνατα Xen. — положить что-л. себе на колени;2) складывать(ἱστία ἐν νηΐ, ἔναρα ἐς δίφρον Hom.)
ἐς τὸ κοινὸν τ. τι Xen. — складывать что-л. вместе (в общую массу);ἐπὴ κρᾶτα τίθεσθαι χέρα Eur. — хвататься руками за голову;θέσθαι τὰ ὅπλα Diod. — сложить оружие3) переносить, перемещать(τινὰ ἑν Λυκίης δήμῳ Hom.; τινὰ εἰς ἐρημίαν Plat.)
4) вкладывать, (от)давать(τι χερσί τινι или ἐν χερσί τινος Hom.)
εἰς χεῖρά τινος δεξιὰν τ. Soph. — подавать кому-л. правую руку5) ставить, воздвигать, водружать(στήλας ἐν γαίῃ Hom.)
οἰκίας τίθεσθαι Hom. — строить себе дома, селиться6) вкладыватьἐς ταφὰς и ἐν τάφῳ τ. Soph. — хоронить;
ψήφους ἐς τεῦχος τ. Aesch. — опускать голоса в урну;ψῆφον ἐπί τινι θέσθαι Eur. — подать голос за что-л.;σὺν τῷ νόμῳ τέν ψῆφον τίθεσθαι Xen. — подавать свой голос в соответствии с законом7) хоронить, предавать погребению(τὰ ὀστᾶ Hom., Thuc.)
οἱ τιθέμενοι Plat. — погребаемые, т.е. почившие;τάφον θέσθαι τινός Soph. — озаботиться погребением кого-л.8) подавать голос, голосоватьτίθεσθαί τινι Dem. и μετά τινος Aesch. — голосовать за кого-л.;
ταύτῃ (v. l. ταύτην) γνώμην τίθεσθαι Soph., Arph.; — присоединяться к тому же мнению;οὔ σοι βουλοίμην ἂν ἐναντία τίθεσθαι Plat. — я не собираюсь возражать тебе9) возлагать, надевать(κυνέην ἐπὴ κρατί Hom.; στέφανον ἀμφὴ βοστρύχοις Eur.)
τιθήμενος ἔντεα Hom. — одетый в доспехи;τίθεσθαι τὰ ὅπλα παρά τινα и μετά τινος Thuc. — переходить с оружием на чью-л. сторону;θέσθαι τὰ ὅπλα πρός τινος Plat. и ὑπέρ τινος Dem. — взяться за оружие в защиту кого-л., т.е. стать на чью-л. сторону;ὅπλα ἱππικὰ τίθεσθαι Plat. — служить в коннице;οἱ τέν ἀσπίδα τιθέμενοι Plat. — щитоносцы, т.е. гоплиты10) устанавливать, отмечать, обозначать(τέρματα Hom.)
11) назначать, предлагать(ἆθλα Thuc., Plat.)
ἐς μέσσον τ. τί τινι Hom. — предлагать что-л. кому-л. (в возмещение);— назначать в награду (δέπας Hom.):τὰ τιθέμενα Dem. — назначенные награды12) прилагать, проявлятьσπουδέν θέσθαι Soph. — проявить усердие;
πόνον πλέον τίθου Aesch. — приложи побольше усилий;πρόνοιαν θέσθαι Soph. — проявить благоразумие13) приносить (в дар), посвящать(ἀσπίδας θεοῖς Eur.)
14) сажать(τὰ φυτά Xen.)
15) убирать или укрывать, прятать(χρήματα μυχῷ ἄντρου Hom.)
τὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς τ. Xen. — хранить имущество друзей в безопасном месте16) выставлять, представлять17) сдавать на хранение, вкладывать(ἀργύριον Plat.)
18) вносить, платить, уплачивать(τὰς εἰσφορας Dem.)
θεῖναι ἐνέχυρον Dem. — внести (в) залог;πρόπαντος ἐγγύην θέσθαι χρόνου Aesch. — дать ручательство на вечные времена19) вносить в залог(τι Arph.)
τὰ τεθέντα Dem. — залог20) оказывать(χάριν τινί Her., Aesch.)
χάριτα τίθεσθαί τινι Her. — заслужить чью-л. благодарность21) полагать, возлагать(τέν ἐλπίδα ἔν τινι τ. Plut.)
22) вносить, заносить, вписывать(ἐν στήλῃ Plat.)
τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα Plat. — писаные законы23) превращать, делать, тж. избиратьτινὰ ἄλοχόν τινι θήσειν Hom. — сделать кого-л. чьей-л. женой;θέσθαι τινὰ γυναῖκα Hom. — жениться на ком-л.;θέσθαι τινὰ πόσιν αὑτᾷ Aesch. — выйти за кого-л. замуж;θεῖναί τινα λίθον Hom. — превратить кого-л. в камень;ἀΰπνους τινὰς θεῖναι Hom. — прервать чей-л. сон;υἱὸν θέσθαι τινά Plat. — усыновить кого-л.;θέμενός τινα Plut. — усыновив кого-л.;ἀνάπυστον θεῖναί τί τινι Hom. — открыть кому-л. что-л.;θεῖναί τινα ἐρᾶν τι Eur. — внушить кому-л. стремление к чему-л.;σχολέν τ. Aesch. — откладывать, медлить;τοὺς πιστοὺς τίθεσθαι ἑαυτῷ Xen. — приобретать себе верных друзей;θέσθαι τινὰ μάρτυρα Aesch. — выставить кого-л. свидетелем;γέλωτα θέσθαι τινά Her. — поднять кого-л. на смех24) устраивать, упорядочивать, налаживать(οὕτω νῦν Ζεὺς θείη! Hom.)
τέλος καλῶς θεῖναι Soph. — обеспечить благополучный исход;θέντων θεῶν Plat. — по произволению богов;ἀγορέν θέσθαι Hom. — устроить собрание;θέσθαι γάμον ἑαυτῷ Pind. — вступить в брак;θέσθαι τὸν πόλεμον Thuc. — повести войну (ср. 44);θέσθαι μάχην Hom., Plut.; — дать сражение25) полагать, считать, допускатьτί τι τ. Soph. и τι ἔν τινι τίθεσθαι Soph., Eur., Plut.; — считать что-л. чем-л.;
τ. τι ὡς ἀληθῆ ὄντα Plat. — считать что-л. истинным;εὐτυχίαν ἑαυτοῦ θέσθαι τι Luc. — счесть что-л. счастьем для себя;θῶμεν Plat. — (пред)положим, допустим;πρόσθεν τινὸς τ. τι Eur. — предпочитать что-л. чему-л.;δεύτερον τίθεσθαί τί τινος Diod. — ставить что-л. на второй план после чего-л.26) помещать, относить, причислять, включать(ἐν τοῖς φίλοις τ. τινα Xen.)
τοῦτο ποτέρωσε θετέον ; Xen. — к какой категории это отнести?;ποῦ χρέ τίθεσθαι ταῦτα ; Soph. — что подумать об этом?;τ. τί τινος Plat. — включать что-л. в состав чего-л.27) приписывать, вменятьἐν αἰτίῃσι τ. τινά Her. — считать кого-л. виновником;
τῆς ἀμελείας τινὸς τ. τι Dem. — приписывать что-л. чьей-л. беспечности28) изображать, представлять, чеканить(μέγα σθένος Ὠκεανοῖο Hom.)
29) поднимать, издавать(πολὺν κέλαδον Hom.; κραυγήν Eur.)
30) готовить, приготовлять(δόρπον Hom.)
31) прокладывать, открывать(κέλευθόν τινι Hom.)
32) ниспосылать, давать(σῆμά τινι Hom.)
33) вызывать, возбуждать(ἔριν μετ΄ ἀμφοτέροισιν Hom.; γέλων τινί Eur.)
βουλέν ἐν στήθεσσι θεῖναί τινι Hom. — внушить кому-л. план;φόβον θεῖναί τινι Hom. — внушить кому-л. страх;κότον θέσθαι τινί Hom. — (вос)пылать злобой к кому-л.34) устанавливать, водворять35) med. заключать(εἰρήνην πρός τινα Polyb., Plut.; συμμαχίαν τινί Plut.)
36) причинять(ἄλγεά τινι Hom.; πῆμα ἑαυτῷ Soph.; βλάβην Aesch.)
37) давать, наделять, присваивать(ὄνομά τινι Hom., Plat.; ὄνομα τίθεσθαί τινι Hom., Her., Plat.)
38) прилагать название, давать имяτινὴ λίθον τίθεσθαι Plat. — называть что-л. камнем (ср. 23)
39) воздавать(τιμήν τινι Hom.)
40) объявлять, возвещать, провозглашать(θεῖναι κήρυγμα Soph.)
ὅρκον τίθεσθαι πρός τινα Polyb. — давать клятву кому-л.41) устанавливать, вводить(νόμον Soph., Plat.; νόμοι τοὺς ἄν σφι Σόλων θῆται Her.)
42) назначать, определять(ἡμέραν θέσθαι Dem.)
τιμωρίαι, αἵπερ καὴ πρόσθεν ἐτέθησαν Plat. — (те же) наказания, которые были назначены и прежде43) устраивать, учреждать(ἀγῶνα Xen., Plat.)
44) улаживать, оканчивать(τὸν πόλεμον Thuc. - ср. 24)
νεῖκος εὖ θέσθαι Soph. — окончить ссору;τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θέσθαι Thuc. — загладить свой позор -
13 συν-υπο-τίθεμαι
συν-υπο-τίθεμαι (s. τίϑημι), mit annehmen oder voraussetzen, Plat. Ax. 370 a; τινὶ λόγον, an die Hand geben, Plut. Cat. min. 66.
-
14 προς-συν-τίθεμαι
προς-συν-τίθεμαι (s. τίϑημι), noch dazu mit einander verabreden, D. Cass. 46, 56.
-
15 προ-συν-τίθεμαι
προ-συν-τίθεμαι (s. τίϑημι), vorher verabreden, einen Vertrag machen, φιλίαν τινί D. Cass. 36, 28.
-
16 συντίθημι
συν-τίθημι, mid. aor. σύνθετο, imp. σύνθεο, σύνθεσθε: put together; mid., metaph. with and without θῦμῷ, heed, take heed to, hear (animo componere), abs. and w. acc., Il. 1.76, Od. 15.27.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συντίθημι
-
17 συντίθημι
συν-τίθημι, (1) mit, zugleich, zusammenstellen, -legen; auch zusammenfügen, -bauen; von dichterischen u. stilistischen Compositionen; συντιϑεὶς γέλων πολύν, verlachend; χὠ συνϑεὶς τάδε, der dies angestiftet; bes. vom Abfassen von Schriftwerken; ὁ συνϑείς, der Schöpfer; absolut, οἱ λογογράφοι συνέϑεσαν, darstellen; τέχνας λόγων, eine Redekunst schreiben. Auch einem etwas anvertrauen, übergeben; (2) συντίϑεμαι, (a) sich etwas zusammenstellen, bes. geistig, wahrnehmen, bemerken, beachten; bes. hören; (b) τινί τι, etwas mit einem festsetzen, verabreden, abschließen; dah pass., ἐλϑόντος τοῠ ξυντεϑέντος χρόνου, als die bestimmte Zeit gekommen; unterhandeln; συνϑέμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους, indem er mit den Freunden wettete; (c) τινί, einem beitreten, beistimmen -
18 θήκη
Grammatical information: f.Meaning: `case, chest; tomb' (IA)Compounds: very often as 2. member, both with prefix ( δια-, ὑπο-, συν- usw.; with δια-, ὑπο-, συν-τίθημι) as with nominal 1. member ( βιβλιο-, χαλκο-θήκη.);Derivatives: Dimin. θηκίον (pap.) and θηκαῖος `for the tomb' (Hdt.); from there again several derivv.Etymology: Generally connected with Skt. dhāká- m. `container etc.' (gramm.). Doubts on the the genetic connection in Schwyzer 741 n. 8 and Mayrhofer KEWA s. v. S. τίθημιPage in Frisk: 1,670Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θήκη
-
19 ξυντιθημι
тж. med.1) класть вместе, складывать(τι καί τι ὁμοῦ Her.; ὅπλα ἐν τῷ ναῷ Xen.; σῖτον ἐν ἅλῳ Plut.)
στρώματα σ. Xen. — складывать постель;τὰ πρόσθεν σκέλη συνθεὴς καὴ ἐκτείνας Xen. — (о зайце) сложив вместе и вытянув передние лапы;σ. ἄρθρα στόματος Eur. — смыкать уста2) складывать (вместе), присоединять, собирать(λίθους Thuc.; συλλαβάς Plat.)
τούτων πάντων συντιθεμένων Her. — сложив все эти цифры;ἅπαντα συνθεὴς τάδ΄ εἰς ἕν Eur. — принимая все это во внимание;σ. τὸ ἀρχαῖον καὴ τὸ πρόσεργον Dem. — складывать капитал с процентами;ἐν βραχεῖ ξυνθεὴς λέγω Soph. — я сказал (это) вкратце, т.е. вот в чем суть дела;συντιθεὴς γέλων πολύν Soph. — сильно при этом смеясь3) изготовлять, приготовлять, созидать, делать(τι ἀπό τινος Her. и ἔκ τινος Plat.)
σ. τριήρεας Her. — строить триеры;ὅ συνθείς Plat. — создатель, творец4) составлять, слагать, сочинять(μύθους Plat.; τὰ Ἑλληνικά Thuc.)
5) выдумывать, измышлять(ψευδεῖς αἰτίας Dem.)
ὅ ξυνθεὴς τάδε Soph. — тот, кто выдумал (все) это6) затевать, замышлять(ἀπάτην Plut.)
7) поручать, доверять, вверять(τινί τι Polyb.)
8) доставлять(συμμάχους τινί Diod.)
9) тж. med. соображать, понимать, заключатьσύνθετο θυμῷ βουλήν Hom. — он понял (данный ему) совет (ср. 10)10) med. (тж. σ. θυμῷ Hom. - ср. 9) внимать, принимать во внимание(ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο Hom.)
11) med. упорядочивать, приводить в порядок, устраивать(τὰ τῆς πόλεως Xen.)
12) преимущ. med. обусловливать, договариваться(ὅ συντεθεὴς χρόνος Plat.)
ξυνθέσθαι ναῦλον Xen. — договориться об оплате перевоза;συνθέσθαι εἰρήνην Isocr. — заключить мир;συντίθεσθαι συμμαχίαν Her. — заключать военный союз;συντίθεσθαί τινι μισθόν Plat. — уславливаться с кем-л. об оплате;ξυνθέσθαι φιλίαν Xen. — заключить договор о дружбе;ξυνθέσθαι τινί τι и τι πρός τινα Her. — войти в соглашение с кем-л. о чем-л.13) med. биться об заклад(πρός τινα Plut.)
14) med. обещать(ποιεῖν τι Pind., Xen., Plut.)
-
20 συντιθημι
тж. med.1) класть вместе, складывать(τι καί τι ὁμοῦ Her.; ὅπλα ἐν τῷ ναῷ Xen.; σῖτον ἐν ἅλῳ Plut.)
στρώματα σ. Xen. — складывать постель;τὰ πρόσθεν σκέλη συνθεὴς καὴ ἐκτείνας Xen. — (о зайце) сложив вместе и вытянув передние лапы;σ. ἄρθρα στόματος Eur. — смыкать уста2) складывать (вместе), присоединять, собирать(λίθους Thuc.; συλλαβάς Plat.)
τούτων πάντων συντιθεμένων Her. — сложив все эти цифры;ἅπαντα συνθεὴς τάδ΄ εἰς ἕν Eur. — принимая все это во внимание;σ. τὸ ἀρχαῖον καὴ τὸ πρόσεργον Dem. — складывать капитал с процентами;ἐν βραχεῖ ξυνθεὴς λέγω Soph. — я сказал (это) вкратце, т.е. вот в чем суть дела;συντιθεὴς γέλων πολύν Soph. — сильно при этом смеясь3) изготовлять, приготовлять, созидать, делать(τι ἀπό τινος Her. и ἔκ τινος Plat.)
σ. τριήρεας Her. — строить триеры;ὅ συνθείς Plat. — создатель, творец4) составлять, слагать, сочинять(μύθους Plat.; τὰ Ἑλληνικά Thuc.)
5) выдумывать, измышлять(ψευδεῖς αἰτίας Dem.)
ὅ ξυνθεὴς τάδε Soph. — тот, кто выдумал (все) это6) затевать, замышлять(ἀπάτην Plut.)
7) поручать, доверять, вверять(τινί τι Polyb.)
8) доставлять(συμμάχους τινί Diod.)
9) тж. med. соображать, понимать, заключатьσύνθετο θυμῷ βουλήν Hom. — он понял (данный ему) совет (ср. 10)10) med. (тж. σ. θυμῷ Hom. - ср. 9) внимать, принимать во внимание(ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο Hom.)
11) med. упорядочивать, приводить в порядок, устраивать(τὰ τῆς πόλεως Xen.)
12) преимущ. med. обусловливать, договариваться(ὅ συντεθεὴς χρόνος Plat.)
ξυνθέσθαι ναῦλον Xen. — договориться об оплате перевоза;συνθέσθαι εἰρήνην Isocr. — заключить мир;συντίθεσθαι συμμαχίαν Her. — заключать военный союз;συντίθεσθαί τινι μισθόν Plat. — уславливаться с кем-л. об оплате;ξυνθέσθαι φιλίαν Xen. — заключить договор о дружбе;ξυνθέσθαι τινί τι и τι πρός τινα Her. — войти в соглашение с кем-л. о чем-л.13) med. биться об заклад(πρός τινα Plut.)
14) med. обещать(ποιεῖν τι Pind., Xen., Plut.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
θεοσύνθετος — θεοσύνθετος, ον (Μ) ο συντεθειμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν θετος (< συν τίθημι), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek
μετασυντίθημι — (Α) 1. μεταβάλλω τη διάταξη μιας πρότασης, συντάσσω με διαφορετικό τρόπο 2. (το παθ.) μετασυντίθεμαι τοποθετούμαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συν τίθημι «συνθέτω»] … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
θην — θήν (Α) (επικ. και δωρ. εγκλιτ. μόριο, σπάν. στους τραγ.) 1. (συν. ειρων.) τώρα βεβαίως, τώρα δα λοιπόν («λείψετέ θην νέας» ώστε τώρα λοιπόν θ αφήσετε τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. (με επίταση) φρ. α) «ἧ θην» πολύ αληθινά, κατ αλήθειαν β) «οὔ θην»… … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek