Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔπεισι

См. также в других словарях:

  • ἔπεισι — ἔπειμι 1 sum pres ind act 3rd pl ἔπειμι 2 ibo pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπεισ' — ἔπεισι , ἔπειμι 1 sum pres ind act 3rd pl ἔπεισι , ἔπειμι 2 ibo pres ind act 3rd sg ἔπεισαι , ἐφίζω set upon aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔπεισα , ἐφίζω set upon aor ind act 1st sg (ionic) ἔπεισε , ἐφίζω set upon aor ind act 3rd sg (ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»