Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μύκαι

См. также в других словарях:

  • μυκαί — μυκή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύκαι — μύκη fem nom/voc pl μύκᾱͅ , μύκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύττακες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μύκαι, Σικελοί Ἴωνες πώγωνα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύσταξ, ακος «μουστάκι». Ο τ. Ἴωνες, στο ερμήνευμα τού Ησύχ. έχει διορθωθεί σε Λάκωνες ή σε Κρῆτες, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η εξέλιξη τού στ σε ττ ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»