Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔνδικον

См. также в других словарях:

  • ἔνδικον — ἔνδικος according to right masc acc sg ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg ἔνδικος according to right masc/fem acc sg ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'νδικον — ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc/fem acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔνδικον — ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc/fem acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg ὄνδικον , ὄνδικος tried over… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… …   Dictionary of Greek

  • μισθαποδοσία — μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) [μισθαποδότης] 1. καταβολή μισθού, αμοιβή 2. ανταμοιβή, ανταπόδοση μσν. θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή αρχ. ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»