-
1 παρά-πληκτος
παρά-πληκτος, verrückt, wahnsinnig, wüthend; χείρ, Soph. Ai. 226; vgl. Melanippid. bei Ath. X, 429 c. – Gew. = Vorigem, Hippocr.
-
2 παν-από-πληκτος
παν-από-πληκτος, ganz betäubt, bestürzt, Sp.
-
3 σκορπιό-πληκτος
σκορπιό-πληκτος, vom Skorpion gestochen, Diosc.
-
4 σεληνό-πληκτος
σεληνό-πληκτος, = σεληνόβλητος, Hesych. v. βεκκεσέληνος.
-
5 σαννιό-πληκτος
-
6 σορό-πληκτος
σορό-πληκτος, und
-
7 φρενό-πληκτος
φρενό-πληκτος, dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.
-
8 φαντασιό-πληκτος
φαντασιό-πληκτος, die Sinne schlagend, treffend, blendend, die Vorstellung blendend und betäubend, M. Ant. 1, 7 im adv.
-
9 φαλαγγιό-πληκτος
φαλαγγιό-πληκτος, von einer giftigen Spinne gestochen, gebissen, Galen.
-
10 χερό-πληκτος
χερό-πληκτος, von oder mit der Hand geschlagen, Soph. Ai. 619 χερόπληκτοι δ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῠποι.
-
11 χαλκό-πληκτος
χαλκό-πληκτος, 1) mit Erz od. Kupfer geschlagen, getroffen, verwundet. – 2) = χαλκήλατος, aus Erz od. Kupfer geschmiedet, χαλκόπλακτος γένυς Soph. El. 475, wo Herm. minder gut die akt. Bedeutung »mit Erz schlagend, hauend« annimmt, Schol. ἀμφήκης.
-
12 κυνό-πληκτος
κυνό-πληκτος, vom Hunde getroffen, gebissen, Diosc.
-
13 καρδιό-πληκτος
καρδιό-πληκτος, im Herzen getroffen, Sp.
-
14 κισσό-πληκτος
κισσό-πληκτος, mit Epheu oder mit den Thyrsusstäben geschlagen, die mit Epheu umwunden waren, d. i. in bacchische Begeisterung gesetzt; μέλη κισσόπληκτα heißen bei Antiphan. Ath. XIV, 643 e die Lieder der Dithyrambendichter.
-
15 εὐ-κατά-πληκτος
εὐ-κατά-πληκτος, leicht niederzuschlagen; Liban. vit. Dem. p. 4; K. S.
-
16 εὔ-πληκτος
εὔ-πληκτος, leicht zu schlagen, Plut. Symp. 8, 3, 3.
-
17 μαστῑγό-πληκτος
μαστῑγό-πληκτος, mit der Peitsche geschlagen, Sp.
-
18 δυς-κατά-πληκτος
δυς-κατά-πληκτος, schwer zu erschrecken, Pol. 1, 67, 4.
-
19 δυς-έκ-πληκτος
δυς-έκ-πληκτος, schwer zu erschrecken, Arist. de virt. et vit. 2.
-
20 δύς-πληκτος
δύς-πληκτος, schwer zu erschrecken?
См. также в других словарях:
πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») … Dictionary of Greek
πληκτά — πληκτός beaten neut nom/voc/acc pl πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc/acc dual πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek