-
1 αμφιπληκτος
-
2 απληκτος
21) нетронутый, невредимый(φροῦδοι ἄπληκτοι Eur.)
2) неприкосновенный, неуязвимый(ἀπαθές καὴ ἄ. Plut.)
3) не нуждающийся в побоях(ἵππος Plat.)
-
3 αποπληκτος
21) разбитый параличом Her.ἀ. ἐγένετο τὰς γνάθους Arph. — у него отнялись челюсти, т.е. он онемел
2) отупевший, тупоумный, слабоумный Her., Soph., Dem., Plut. -
4 απριγδοπληκτος
-
5 αστραποπληκτος
-
6 δουριπληκτος
-
7 εκπληκτος
-
8 εμπληκτος
21) ошеломленный, напуганный(ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.)
2) неразумный, безрассудный(ἔ. τε καὴ ἀστάθμητος Plat.)
3) легкомысленный, непостоянный(βροτοί Soph.)
4) превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.) -
9 ευπληκτος
-
10 θαλασσοπληκτος
-
11 καταπληκτος
-
12 λινοπληκτος
-
13 νοοπληκτος
-
14 παμπληκτος
-
15 παραπληκτος
-
16 πλησσω
атт. πλήττω (fut. πλήξω, aor. ἔπληξα - эп. πλῆξα, эп. aor. 2 (ἐ)πέπλεγον - с inf. πεπληγέμεν; fut. 3 med. πεπλήξομαι; pass. aor. ἐπλήγην - эп. πλήγην, реже ἐπλήχθην, pf. πέπληγμαι, fut. πληγήσομαι; adj. verb. πληκτός; - в атт. прозе praes., impf., fut. и aor. act. и med. обычно заменяются соотв. формами глаголов παίω, πατάσσω или τύπτω)1) хлопать, топать(χορὸν ποσί Hom.)
πλήξασθαι μηρώ Hom. — хлопнуть себя по бедрам2) взбивать(κονίσαλον ἐς οὐρανόν Hom.)
3) ударять, бить, поражать(τινὰ χειρί Hom.)
π. τινὰ ἄορι αὐχένα Hom. — ударить кого-л. мечом по шее;πληγῆναι κεραυνῷ Hom. — быть пораженным молнией;πλεγεὴς νόσοις Soph. — сраженный болезнями;πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. — я сражен смертельным ударом;παίσαντές τε καὴ πληγέντες Soph. — нанося удары и получая их, т.е. во взаимной схватке;πότερον πρότερος ἐπλήγην ἢ ἐπάταξα Lys. — (не помню), мне ли раньше был нанесен удар, или я нанес его;ἀνακλαύσας ἐπλήξατο τέν κεφαλήν Her. — громко зарыдав, он стал бить себя по голове;ἱμέρῳ πεπληγμένος Aesch. — раненый, т.е. охваченный страстью;τέν καρδίαν πληγείς Plat. — раненый в сердце;δόμοισι καὴ σώμασι πεπλαγμένοι Aesch. — пострадавшие и в отношении своих семейств и лично;στρατὸν πέπληγμαι Aesch. — я лишился армии;ἐπλήγη τὸ τρίτον τοῦ ἡλίου NT. — треть солнца подверглась затмению4) подстегивать, погонять(ἵππους ἐς πόλεμον Hom.)
5) наносить поражение, разбиватьοἱ Ἀθηναῖοι ἐν τοῖς Βοιωτοῖς πεπληγμένοι Thuc. — афиняне, потерпев(шие) поражение в Беотии
6) поощрять, подкупать7) принимать удары, быть поражаемым(πεπληγότες πολλάκις Plut.)
8) чеканить, запечатлеватьΚύπριος χαρακτέρ εἰκὼς πέπληκται Aesch. — (в лицах Данаид) верно запечатлены кипрские черты (жителей г. Кипра в Ливии)
-
17 σιδηροπληκτος
-
18 φρενοπληκτος
См. также в других словарях:
πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») … Dictionary of Greek
πληκτά — πληκτός beaten neut nom/voc/acc pl πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc/acc dual πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek