Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βεκκεσέληνος

См. также в других словарях:

  • βεκκεσέληνος — superannuated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεκκεσέληνος — βεκκεσέλληνος, ον (Α) απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος* συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι] …   Dictionary of Greek

  • βεκκεσέληνον — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc sg βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεκκεσελήνου — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεκκεσελήνους — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεκκεσέληνα — βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεκκεσέληνε — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεκκεσέληνοι — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»