-
21 δαιμονιό-πληκτος
δαιμονιό-πληκτος, von einem Dämon geschlagen, Sp.
-
22 δορί-πληκτος
δορί-πληκτος, mit dem Speere geschlagen, getroffen; so erkl. Schol. Eur. Andr. 654 δοριπετής.
-
23 δουρί-πληκτος
δουρί-πληκτος, ion. u. poet. = δορίπληκτος; λάφυρα Aesch. Spt. 278, wo Porson δουρίληπτα conj., Schol. διὰ τοῦ δορὸς σκυλευϑέντα.
-
24 νοό-πληκτος
νοό-πληκτος, den Verstand treffend, verwirrend, μέϑη, Paul. Sil. 41 (VI, 71).
-
25 λινό-πληκτος
λινό-πληκτος, netzschen, von Thieren, die einmal aus dem Netz entschlüpft und daher scheu sind, Plut. Symp. 2, 8.
-
26 θαλασσό-πληκτος
θαλασσό-πληκτος, meergeschlagen, νῆσος Aesch. Pers. 307, v. l. - πλακτος.
-
27 οἰνό-πληκτος
οἰνό-πληκτος, = Folgdm, Sp.
-
28 ἀπό-πληκτος
ἀπό-πληκτος, niedergeschlagen, a) vom Schlagfluß getroffen, Her. 1, 167; Medic.; τὰς γνάϑους, von Einem, der verstummt, Ar. Vesp. 948. – b) betäubt, bestürzt, Soph. Phil. 721; sinnlos, dumm, Her. 2, 173; neben ἄφρων Dem. 21, 143; Dio Chrys. II, 403. – καὶ παντελῶς μαινόμενος Dem. 34, 16.
-
29 ἀστραπό-πληκτος
ἀστραπό-πληκτος, von Blitz getroffen, Seneca Q. N. 1, 15.
-
30 ἀμφί-πληκτος
ἀμφί-πληκτος, 1) rings geschlagen, ῥόϑια ἀμφ., gegen das Ufer geworfene Wogen, Soph. Phil. 682. – 2) von zwei Seiten vom Meer besvüll, Isthmus, Hesych.
-
31 ἀ-κατά-πληκτος
ἀ-κατά-πληκτος, unerschrocken, Dion. Hal. 1, 81; adv. oft D. Hal. u. a.
-
32 ἀν-επί-πληκτος
ἀν-επί-πληκτος, 1) ungescholten, tadellos, Eupol. B. A. 398; als v. l. Xen. Cyr. 2, 1, 22 für ανεπ ίκλητος; Plat. Legg. III, 695 b τροφῇ ἀνεπιπλήκτῳ τραφέντες, ungebunden. – 2) nicht scheltend, tadelnd, M. Ant. 1, 10.
-
33 ὀνειρό-πληκτος
ὀνειρό-πληκτος, vom Traume getroffen, erschreckt, VLL.
-
34 ἀν-έμ-πληκτος
ἀν-έμ-πληκτος, unerschüttert, Adv., Plut. Galb. 23.
-
35 ἀν-έκ-πληκτος
ἀν-έκ-πληκτος, 1) unerschrocken, Plat. Theaet. 165 b ἀνήρ; ὑπὸ τοῦ πλούτου καὶ τοιούτων κακῶν, nicht gerührt davon, Rep. X, 619 a; τὸ ἀνεκπληκτότατον, die höchste Unerschrockenheit, Xen. Ages. 6, 7. – 2) akt., keinen Eindruck machend, λέξις Plut. ed. lib. 9.
-
36 ἄ-πληκτος
ἄ-πληκτος, ungeschlagen, κελεύσματι μόνον ἡνιοχούμενος, d. i. des Antriebs nicht bedürftig, Plat. Phaedr. 253 d; Eupol. Schol. Ar. Av. 881.
-
37 ἔμ-πληκτος
ἔμ-πληκτος, 1) betäubt, betroffen, verblüfft, Xen. Cyn. 5, 9; καὶ διεφϑαρμένος ἔρωτι Plut. Timol. 3; unsinnig, dumm. Rom. 28. – 2) unbesonnen, wankelmüthig; Soph. Ai. 1337; καὶ ἀστάϑμητος Plat. Lys. 214 c; vgl. Gorg. 482 a; ταῖς ἐπιϑυμίαις Plut. Dion. 18. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile, Thuc. 3, 82; τὰ παρὰ τῶν ϑεῶν οὐκ ἐμπλ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινε, ἀλλ' εὐκαίρως Isocr. 7, 30.
-
38 ἔκ-πληκτος
ἔκ-πληκτος, erschreckt, betäubt, verblüfft, Luc. Hermot. 18 u. a. Sp. – Adv. ἐκπλήκτως, Ael. H. A. 3, 22. – Bei Orph. H. 38, 10 act., in Staunen setzend.
-
39 ὰσπιδό-πληκτος
ὰσπιδό-πληκτος, Poll. 7, 155, vom Schilde getroffen, zw.
-
40 ἡλό-πληκτος
ἡλό-πληκτος, durch einen Nagel verletzt, Sp.
См. также в других словарях:
πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») … Dictionary of Greek
πληκτά — πληκτός beaten neut nom/voc/acc pl πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc/acc dual πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek