Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φρενό-πληκτος

См. также в других словарях:

  • κυνόπληκτος — κυνόπληκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώθηκε από σκύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • νοόπληκτος — νοόπληκτος, ον (Α) αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό πληκτος, φρενό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • σαννιόπληκτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιόπληκτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάννιον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, φρενό πληκτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»