-
41 ἁλί-πλακτος
ἁλί-πλακτος, dor. = ἁλί-πληκτος, γῆ, meergeschlagen, Delos, Pind. P. 4, 14, s. Vor.
-
42 ἀκατάπληκτος
-
43 ἀμφίπληκτος
ἀμφί-πληκτος, (1) rings geschlagen. (2) von zwei Seiten vom Meer umspült -
44 ἀνέκπληκτος
ἀν-έκ-πληκτος, (1) unerschrocken. (2) keinen Eindruck machend -
45 ἀνέμπληκτος
-
46 ἀνεπίπληκτος
ἀν-επί-πληκτος, (1) ungescholten, tadellos (2) nicht scheltend, tadelnd -
47 ἄπληκτος
ἄ-πληκτος, ἀ-πλήξ, ungeschlagen -
48 ἀπλήξ
ἄ-πληκτος, ἀ-πλήξ, ungeschlagen -
49 ἀπόπληκτος
ἀπό-πληκτος, niedergeschlagen, (a) vom Schlagfluß getroffen. (b) betäubt, bestürzt; sinnlos, dumm -
50 ὰσπιδόπληκτος
-
51 ἀστραπόπληκτος
-
52 δαιμονιόπληκτος
-
53 δαιμονιοπληξία
δαιμονιο-πληξία, ἡ, der Zustand des δαιμονιό-πληκτος -
54 δορίπληκτος
δορί-πληκτος, mit dem Speere geschlagen, getroffen -
55 δυςέκπληκτος
-
56 δυςκατάπληκτος
-
57 δύςπληκτος
-
58 ἔκπληκτος
ἔκ-πληκτος, erschreckt, betäubt, verblüfft; act., in Staunen setzend -
59 ἔμπληκτος
ἔμ-πληκτος, (1) betäubt, betroffen, verblüfft; unsinnig, dumm. (2) unbesonnen, wankelmütig. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile -
60 εὐκατάπληκτος
См. также в других словарях:
πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») … Dictionary of Greek
πληκτά — πληκτός beaten neut nom/voc/acc pl πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc/acc dual πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek