-
1 φαντασιό-πληκτος
φαντασιό-πληκτος, die Sinne schlagend, treffend, blendend, die Vorstellung blendend und betäubend, M. Ant. 1, 7 im adv.
-
2 φαντασιόπληκτος
φαντασιό-πληκτος, die Sinne schlagend, treffend, blendend, die Vorstellung blendend und betäubend
См. также в других словарях:
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
καρδιόπληκτος — καρδιόπληκτος, ον (Α) (σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
προγονόπληκτος — η, ο, Ν αυτός που επαίρεται υπερβολικά για τους προγόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. φαντασιό πληχτος] … Dictionary of Greek