-
1 καρδιό-πληκτος
καρδιό-πληκτος, im Herzen getroffen, Sp.
-
2 καρδιόπληκτος
См. также в других словарях:
νοόπληκτος — νοόπληκτος, ον (Α) αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek