-
61 εὔπληκτος
-
62 ἡλόπληκτος
-
63 θαλασσόπληκτος
-
64 καρδιόπληκτος
-
65 κισσόπληκτος
κισσό-πληκτος, mit Epheu oder mit den Thyrsusstäben geschlagen, die mit Epheu umwunden waren, d. i. in bacchische Begeisterung gesetzt; μέλη κισσόπληκτα heißen die Lieder der Dithyrambendichter -
66 κυνόπληκτος
κυνό-πληκτος, vom Hunde getroffen, gebissen -
67 λινόπληκτος
λινό-πληκτος, netzschen, von Tieren, die einmal aus dem Netz entschlüpft und daher scheu sind -
68 μαστῑγόπληκτος
-
69 νοόπληκτος,
νοό-πληκτος, u. νοο-πλήξ, ῆγος, den Verstand treffend, verwirrend -
70 νοοπλήξ
νοό-πληκτος, u. νοο-πλήξ, ῆγος, den Verstand treffend, verwirrend -
71 οἰνοπλήξ
οἰνο-πλήξ, ῆγος, u. οἰνό-πληκτος, vom Wein getroffen, trunken -
72 ὀνειρόπληκτος,
ὀνειρό-πληκτος, u. ὀνειρό-πληξ, ηγος, vom Traume getroffen, erschreckt -
73 ὀνειρόπληξ
ὀνειρό-πληκτος, u. ὀνειρό-πληξ, ηγος, vom Traume getroffen, erschreckt -
74 παναπόπληκτος
παν-από-πληκτος, ganz betäubt, bestürzt -
75 παράπληκτος
παρά-πληκτος, verrückt, wahnsinnig, wütend -
76 σκορπιόπληκτος
-
77 φαλαγγιόπληκτος
φαλαγγιό-πληκτος, von einer giftigen Spinne gestochen, gebissen -
78 φαντασιόπληκτος
φαντασιό-πληκτος, die Sinne schlagend, treffend, blendend, die Vorstellung blendend und betäubend -
79 φρενόπληκτος
φρενό-πληκτος, dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, betört -
80 χαλκόπληκτος
χαλκό-πληκτος, (1) mit Erz od. Kupfer geschlagen, getroffen, verwundet; (2) aus Erz od. Kupfer geschmiedet; act. mit Erz schlagend, hauend
См. также в других словарях:
πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») … Dictionary of Greek
πληκτά — πληκτός beaten neut nom/voc/acc pl πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc/acc dual πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek