Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑώρων

См. также в других словарях:

  • ἑώρων — ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 3rd pl ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • δισαύξητος — ο γραμμ. (για ρήματα) αυτός που παίρνει διπλή, εσωτερική και εξωτερική, αύξηση (π.χ. «ορώ εώρων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + αυξητός < αυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • καύσιμος — η, ο (Α καύσιμος, ον) [καύσις] αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο α) καύση, κάψιμο …   Dictionary of Greek

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

  • πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …   Dictionary of Greek

  • σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …   Dictionary of Greek

  • υπουργός — ο, η / ὑπουργός, όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α νεοελλ. 1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση 2. το θηλ. η υπουργίνα α) γυναίκα… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-8 (*su̯er-) —     u̯er 8 (*su̯er )     English meaning: to observe, pay attention     Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben”     Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»