Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιπέτομαι

См. также в других словарях:

  • επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ …   Dictionary of Greek

  • εφίπταμαι — ἐφίπταμαι (Α) μτγν. τ. ενεστ. τού ἐπιπέτομαι*, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»