-
1 ἐμβολάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολάδην
-
2 ἐμβολάδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολάδιον
-
3 ἐμβολάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολάς
-
4 ἐμβολεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολεύς
-
5 ἐμβολεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολεύω
-
6 ἐμβολή
ἐμβολ-ή, ἡ,A putting in, Thphr.Od.26 (pl.): esp. putting into its place, setting or reduction of a fracture or a dislocated limb,ἐμβολὴν ποιεῖσθαι Hp.Fract.13
; mode of setting, Id.Art.2.3 lading of a cargo, PStrassb.111.16 (iii B. C.), POxy.62.11 (iii A. D.): esp. shipment of corn to Rome and Constantinople, BGU 15ii3 (ii A. D.), etc.; αἰσία ἐ. Just.Edict.13.4.1.b esp. ramming of one ship by another, A.Pers. 279 (lyr.), 336; ἀντιπρῴροις χρῆσθαι ταῖς ἐ. Th.7.36, etc. (opp. προσβολή, collision, ib.70); ἐμβολὰς ἔχειν to receive such charges, X.HG4.3.12; δοῦναι to make them, Plb.1.51.6, etc.; in A.Pers. 415 ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις with shocks of brazen beaks (nisi leg. ἐμβόλοις).4 entrance, pass, X.HG5.4.48; in Hdt.1.191 ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ is explained by the words τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει; also, mouth of a river, Thphr.HP4.11.8.5 pl., gusts of wind, πνευμάτων σφοδρῶν ἐ. Ascl.Tact.12.10. -
7 ἐμβολιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολιμαῖος
-
8 ἐμβόλιμος
ἐμβόλ-ῐμος, ον,A intercalated, μὴν ἐ. intercalary month, Hdt.1.32 (without μήν, 2.4);ἐ. μῆνα ἄγειν CIG2693e
([place name] Mylasa); ἡμέρα. Inscr.Prien.105.76, D.C.48.33.2 τὰ ἐ. choral interludes, Arist.Po. 1456a29.3 ἐ. ἔπη interpolated lines, Hsch.; ἐ. παῖδες supposititious (nisi leg. ἐκβ-), Eup.103; ἐ. βασιλεύς fictitious, J.Ap.1.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβόλιμος
-
9 ἐμβολίνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολίνη
-
10 ἐμβόλιον
ἐμβόλ-ιον, τό,A missile discharged, javelin, D.S.1.35.II interlude, episode, Cic.QF3.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβόλιον
-
11 ἐμβόλισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβόλισμα
-
12 ἐμβολῖται
ἐμβολ-ῖται, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολῖται
См. также в других словарях:
κρυφιμαίος — κρυφιμαῑος, αία, ον (AM) μυστικός, άδηλος, κρυφός. επίρρ... κρυφιμαίως (Α) μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. εμβολ ιμαίος, επιστολ ιμαίος)] … Dictionary of Greek
μπόλι — το 1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο 2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ ιον, υποκορ. τού ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)] … Dictionary of Greek
παραδόχιμος — ον, Α κληρονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek
προβόλιμος — ον, Α (ως δικανικός όρος) ο υποκείμενος σε προβολή ή αυτός που μπορεί να διενεργήσει προβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβολή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek
πρωτολόγιμος — ον, Α (ως τιμητικός τίτλος) ο πρώτος ως προς την υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτολόγος + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek
υπερβόλιμος — ον, Α αυτός που επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή, με σημ. «αναβολή, αργοπορία» + κατάλ. ιμος (πρβλ. ἐμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek