-
1 ἐμβόλιον
ἐμβόλ-ιον, τό,A missile discharged, javelin, D.S.1.35.II interlude, episode, Cic.QF3.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβόλιον
См. также в других словарях:
μπόλι — το 1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο 2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ ιον, υποκορ. τού ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)] … Dictionary of Greek