-
1 ἐμβόλιμος
ἐμβόλ-ῐμος, ον,A intercalated, μὴν ἐ. intercalary month, Hdt.1.32 (without μήν, 2.4);ἐ. μῆνα ἄγειν CIG2693e
([place name] Mylasa); ἡμέρα. Inscr.Prien.105.76, D.C.48.33.2 τὰ ἐ. choral interludes, Arist.Po. 1456a29.3 ἐ. ἔπη interpolated lines, Hsch.; ἐ. παῖδες supposititious (nisi leg. ἐκβ-), Eup.103; ἐ. βασιλεύς fictitious, J.Ap.1.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβόλιμος
См. также в других словарях:
παραδόχιμος — ον, Α κληρονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek
προβόλιμος — ον, Α (ως δικανικός όρος) ο υποκείμενος σε προβολή ή αυτός που μπορεί να διενεργήσει προβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβολή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek
πρωτολόγιμος — ον, Α (ως τιμητικός τίτλος) ο πρώτος ως προς την υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτολόγος + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek
υπερβόλιμος — ον, Α αυτός που επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή, με σημ. «αναβολή, αργοπορία» + κατάλ. ιμος (πρβλ. ἐμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek