Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμβόλ-ῐμος

См. также в других словарях:

  • παραδόχιμος — ον, Α κληρονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • προβόλιμος — ον, Α (ως δικανικός όρος) ο υποκείμενος σε προβολή ή αυτός που μπορεί να διενεργήσει προβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβολή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτολόγιμος — ον, Α (ως τιμητικός τίτλος) ο πρώτος ως προς την υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτολόγος + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερβόλιμος — ον, Α αυτός που επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή, με σημ. «αναβολή, αργοπορία» + κατάλ. ιμος (πρβλ. ἐμβόλ ιμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»