-
61 λοχίτης
A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone ? A.Ch. 768; :— fem. [full] λοχῖτις ἐκκλησία, = Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχίτης
-
62 νόμαιος
A customary: νόμαια, τά, customs, usages,ξεινικὰ ν. Hdt.1.135
;Ἑλληνικὰ ν. Id.2.91
, al., cf. Max.Tyr.38.3;λίθων λευκῶν νομαίων Inscr.Délos 290.206
(iii B.C.): sg., Hdt.2.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμαιος
-
63 παγκρατιάζω
A perform the exercises of the παγκράτιον, Isoc.15.252, Pl.Grg. 456d, Chrm. 159c, etc.: c. acc. cogn., (Olympia, ii A. D.): metaph., of gesticulation, sway one's arms about like a gymnast,ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.1.26
, cf. 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκρατιάζω
-
64 πεσσός
A , Euph.61 :— oval-shaped stone for playing draughts or backgammon, usu. in pl. ( λευκοῖο σημήϊα π. AP9.482.21 (Agath.)),πεσσοῖσι.. θυμὸν ἔτερπον Od.1.107
, cf.Hdt.1.94 ;τοὶ μὲν ἵπποις.., τοὶ δὲ πεσσοῖς.. τέρπονται Pi.Fr.129.4
;πεττῶν θέσις Pl.R. 333b
; ἐφηῦρε πεσσοὺς κύβους τε (sc. Palamedes) S. Fr.479.4 ; πόλεις πεσσῶν ὁμοίως διαφοραῖς ἐκτις μέναι as if moved from place to place like draughts, E.Fr.360.9; ἒν μὲν τόδ' ἡμῖν, ὥσπερ ἐν πεσσοῖς, δίδως κρεῖσσον you have given me a piece (as at chess), Id.Supp. 409 ;κατὰ τὸν ἐν πεττοῖς νόμον Ar.Ec. 987
;πεττῶν δίκην τὰς κοινὰς ἐννοίας μετατιθείς Plu.2.1068c
; ἐν πεττοῖς καὶ κύβοις διημερεύειν ib.272f ;ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς Arist.Pol. 1253a7
.2 the board on which the game was played, πεσσὰ πεντέγραμμα, since the pieces were placed on five lines, S.Fr. 429.3 οἱ π. the place in which the game was played, or the game itself, E.Med.68 ;ἔνθα Διὸς.. θᾶκοι π. τε καλοῦνται Cratin.7
.II medicated plug of wool or lint to be introduced into the vagina, anus, etc., pessary, Thphr.HP9.20.4, Dsc.1.106, 2.61, Cels.5.21, etc.III in Archit., cubic mass of building, terrace, Str.16.1.5, POxy.1272.6 (ii A. D.), Procop.Aed.1.1.37. -
65 πνύξ
A the Pnyx, at Athens, where the ἐκκλησίαι were held, Ar.Eq. 165, 751, al.; ἐν πυκνὶ τῇ ἐκκλησίᾳ Docum. ap.D.18.55.—The [dialect] Att. forms are gen. πυκνός, IG12.882, Ar.Eq. 165, Pl.Criti. 112a; dat. , Aeschin.1.81; acc.πύκνα Th.8.97
( πνύκα cod. Vat.), Ar.Th. 658, Pl.l.c.; laterπνυκί Plu.Them.19
, Luc.Anach.17, JTr.11. (Perh. cogn. with πυκνός; cf. πυκναία.) -
66 πολύθεος
πολύ-θεος, ον,II believing in many gods, Procop.Arc.11;δόξα π.
polytheism,Ph.
1.41, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύθεος
-
67 πρόγραμμα
A public proclamation or notice, edict, PRev. Laws9.7(iii B.C.), Plu.Galb.5, Hdn.4.9.4, D.C.65.1, etc.; placard, notice, Luc.Herm.11, POxy.2108.6 (iii A.D.), PMasp.353.4 (vi A.D.).4 injunction, advice, Gal.17(2).141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόγραμμα
-
68 πρόεδρος
πρόεδρ-ος, ὁ,A one who sits in the first place, president, Th.8.67; , cf. PPetr.3p.44(iii B.C.): metaph.,ὁ τῆς μαντείας π. ἀετός Arist.HA 601b2
.II at Athens, in pl., presiding officers of the βουλή or ἐκκλησία, Lex ap. D.24.21, Aeschin.2.65, Arist.Ath.44.2;οἱ λαχόντες π. IG22.779.11
, 1227.23, al.;τοὺς π. οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν SIG158.5
(iv B.C.), etc.; similar officers at Mytilene, Th.3.25;ὁ τῶν Αἰτωλῶν π. App.Mac.9.1
;μέλλοντος τοῦ π. τὸν δῆμον ἐπερωτᾶν Plu.Arist.3
, cf.ἐπιψηφίζω 1.2
; π. Ἑρμοῦ πόλεως city councillors of Hermupolis, BGU 1027 i 10(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόεδρος
-
69 πρόσκλητος
πρόσ-κλητος, ον,A specially summoned, π. ἐκκλησία Sch. Ar.Ach.19; so πρόσκλητος, ἡ, alone, Ἀρχ. Ἐφ.1911.135 ([place name] Gonni);ἐν προσκλήτῳ IG14.757
,760 (Naples, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκλητος
-
70 πρυτανεία
A presidency, at Athens the period during which the πρυτάνεις of each φυλή in turn presided in the βουλή and ἐκκλησία, Antipho 6.45, And.1.73; ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (sc. τῆς Πανδιονίδος) Decr. ap. D.24.27, cf. Lex ib.39, IG12.57.53,al., 22.212.4, 223 A4, al.: also κατὰ πρυτανείαν by presidencies, i.e. every 35 or 36 days, Lys.30.5, D.59.27; ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ π. IG22.120.16, al.; καθ' ἑκάστην π. Aeschin.3.25.II office or government of πρυτάνεις, at Miletus, Arist.Pol. 1305a17; at Rhodes, Plu.2.813d (pl.); at Halicarnassus, SIG1015.2; at Mytilene, IG 12(2).68.2 any public office held by rotation for given periods; π. τῆς ἡμέρης the chief command for the day, held by each general in turn, Hdt.6.110.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεία
-
71 πρυτανεύω
II at Athens, hold the presidency, prop. of the tribe in order of πρυτανεία in βουλή andἐκκλησία, ἔτυχεν.. ἡ φυλὴ [Ἀντιοχὶς] πρυτανεύουσα Pl.Ap. 32b
, cf. Grg. 473e;Ἀκαμαντὶς ἐπρυτάνευε IG12.16
, Th.4.118, etc.: sts. of an individual member of the πρυτανεία, IG12.39.14, al., Antipho 6.45;οἱ τότε πρυτανεύσαντες And.1.46
.b generally, of the mover of a motion, .2 π. περὶ εἰρήνης put the question on a motion for peace, this being the duty of the Prytanes, Ar.Ach.60;εἰρήνην πρυτανεῦσαι Isoc.4.121
: hence,3 π. τινὶ εἰρήνην obtain peace for another, Luc.Demon.9, cf. PStrassb.5.8 ([voice] Pass., iii A.D.);φιλίαν τισί D.C.46.11
;πᾶσι τὰ ἀγαθά Aristid.Or.26(14).109
; [αἱ Πλειάδες] τὸ ἔαρ ἡμῖν π. herald the spring, Procop.Gaz.p.141 B.III generally, control, regulate, joined with διοικεῖν, D.5.6:—[voice] Pass., πρυτανεύεσθαι παρά τινος to suffer oneself to be guided by one, Id.9.60.2 metaph., δεῖπνον χαριέντως πεπρυτανευμένον served daintily, Alex.110.4; of persons, to be entertained,χορηγίᾳ βασιλικῇ Plu.2.602a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεύω
-
72 πρύτανις
A ruler, lord,π. κύριε.. ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ Pi.P.2.58
, cf. B.18.43; στεροπᾶν κεραυνῶν τε π., of Zeus, Pi.P.6.24; ἵππων, of Poseidon, Stesich.49; ἀγορῆς π., of Apollo, Simon.164; μακάρων π., of Zeus, A.Pr. 170 (anap.);Κρόνιε πρύτανι Φρύγιε E.Tr. 1288
(lyr.); π. συμποσίων, i.e. Dionysus, Ion Lyr.1.14; οἶνον.. ἀνθρώπων π. Id.9.3; δυσαμεριᾶν π., of the Sphinx, A.Fr. 236;Ἡρόδοτον.. ἱστορίης πρύτανιν App.Anth.2.21
; πλούτου καὶ σοφίης π., of Periander, Epigr. ap. D.L.1.97; π. ὕμνων (sc. ἡ ᾠδή) Lyr.Adesp.80; μούσης ὑψινόου π. Epigr.Gr.440.10 ([place name] Batanaea);τέχνας ὁ π. πέλεκυς AP6.205
(Leon.); πρυτάνεις κόσμου, of the stars, LXXWi.13.2; ὅρκος.. ἀληθείας γενόμενος ἡμῖν π. Hierocl. in CA2p.422M.II at Athens, member of the tribe presiding in βουλή orἐκκλησία, τοὺς πρυτάνεις τοὺς τότε πρυτανεύσαντας And.1.46
, etc.; in other states,οἱ π. οἱ πρυτανεύοντες τὸν μῆνα SIG1015.19
(Halic.), cf. IG12(3).169 ([place name] Astypalaea); at Calynda in Caria, PCair.Zen. 341 (a).23 (iii B.C.).2 πρυτάνεις τῶν ναυκράρων, officials of the ναύκραροι (q.v.).3 in other Greek states title of a chief magistrate, IG12(1).53,al. ([place name] Rhodes); in Lycia, Ephipp.5.19 (anap.); at Miletus, Arist.Pol. 1305a18; as title of a chief priest, ib. 1322b29: rarely of a woman, IGRom.4.1325 ([place name] Phocaea), CIG 3953d ([place name] Trapezopolis).b pl., title of a board of magistrates, SIG 581.91 (Hierapytna. ii B.C.), 976.3 (Samos, ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρύτανις
-
73 συνεκκλησιάζω
A share in membership of the ἐκκλησία, IG9(1).32.13 (Stiris, ii B.C.), Plu.Sol.18: hence [suff] συνεκκλησι-αστής, οῦ, ὁ, Poll.6.157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεκκλησιάζω
-
74 σῶμα
Aσωμάτεσι IG5(2).357.156
(Stymphalus, iii B.C.)), body of man or beast, but in Hom., as Aristarch. remarks (v. Apollon.Lex.), always dead body, corpse (whereas the living body is δέμας), ὥς τε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Il.3.23
, cf. 18.161; [full] ς. ;σ. κατελείπομεν ἄθαπτον Od.11.53
;ὦν.. σώματ' ἀκηδέα κεῖται 24.187
; so also in Hes.Sc. 426, Simon.119, Pi.O.9.34, Hdt.7.167, Posidon.14 J., Ev.Marc.15.43, etc.;τὸ σ. τοῦ τεθνεῶτος Pl.R. 469d
, cf. Grg. 524c, D.43.65;σ. νεκρόν POxy.51.7
(ii A.D.); νεκρὸν ς. Gal.18(2).93, cf.νεκρός 11.1
; μέγιστον σ... σποδου, = σ. μέγιστον ὃ νῦν σποδός ἐστι, S.El. 758; also later, Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.).2 the living body, Hes.Op. 540, Batr.44, Thgn.650, Pi.O.6.56, P.8.82, Hdt.1.139, etc.;δόμοι καὶ σώματα A.Th. 896
(lyr.); γενναῖος τῷ ς. S.Ph.51; εὔρωστος τὸ ς. X.HG6.1.6; τὸ σ. σῴζειν or - εσθαι save one's life, D.22.55, Th.1.136; διασῴζειν or- εσθαι Isoc.6.46
, X.An.5.5.13;περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Th.1.85
; περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι for one's life, Lys.5.1; ἔχειν τὸ σ. κακῶς, ὡς βέλτιστα, etc., to be in a bad, a good state of bodily health, X.Mem.3.12.1, 3.12.5.3 body, opp. spirit ([etym.] εἴδωλον), Pi.Fr. 131; opp. soul ([etym.] ψυχή), Pl.Grg. 493a, Phd. 91d; τὰ τοῦ σ. ἔργα bodily labours, X.Mem. 2.8.2; αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ., ib.1.5.6, Pl.R. 328d; τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα bodily punishments, Aeschin.2.139;τὰ εἰς τὸ σ. ἀδικήματα PHal.1.193
(iii B.C.).6 in NT, of the sacramental body of Christ,τοῦτό ἐστι τὸ σ. μου Ev.Matt.26.26
, cf. 1 Ep.Cor.10.16.b of the body of Christ's church,οἱ πολλοὶ ἓν σ. ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ep.Rom.12.5
; ἡ ἐκκλησία ἥτις ἐστὶ τὸ σ. [τοῦ Χριστοῦ] Ep.Eph.1.23.II periphr., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδέν, = ἄνθρωπος οὐδὲ εἷς, Hdt.1.32; esp. in Trag., σῶμα θηρός, = θήρ, S.OC 1568 (lyr.); τεκέων σώματα, = τέκνα, E.Tr. 201 (lyr.); τὸ σὸν σ., = σύ, Id.Hec. 301; rarely in sg. of many persons,σῶμα τέκνων Id.Med. 1108
(anap.).2 a person, human being, τὰ πολλὰ σ., = οἱ πολλοί, S.Ant. 676; λευκὰ γήρᾳ ς. E. HF 909 (lyr.);σ. ἄδικα Id.Supp. 223
, cf. Pl.Lg. 908a, PSI 4.359.9 366.7 (iii B.C.), etc.; ἑκάστου τοῦ σώματος, IG12.22.14; per person,PRev.Laws
50.9 (iii B.C.);καταστήσαντες τὸ σ. ἀφείσθωσαν τῆς ἐγγύης PMich.Zen.70.12
(iii B.C.); ἐργαζομένη αὑτῇ τῷ ἰδίῳ ς. working for her self, earning her own living, PEnteux.26.7 (iii B.C.); τὰ φίλτατα ς., of children, Aeschin.3.78; freq. of slaves, αἰχμάλωτα ς. D.20.77, IG12(7).386.25 (Amorgos, iii B.C.), SIG588.64 (Milet., ii B.C.), etc.; οἰκετικὰ ς. Lexap.Aeschin.1.16, cf. SIG633.88 (Milet., ii B.C.);δοῦλα Poll.3.78
; ἐλεύθερα ς. X.HG2.1.19, Plb.2.6.6, etc.; later, σῶμα is used abs. for a slave, PHib.1.54.20 (iii B.C.), Plb.12.16.5, Apoc.18.13, etc.;σ. γυναικεῖον, ᾇ ὄνομα.. GDI2154.6
(Delph., ii B.C.); a usage censured by Poll.l.c. and Phryn.355; also of troops,τὴν τῶν σ. σύνταξιν Aen.Tact.1.1
; .III generally, a body, i.e. any corporeal substance, δεῖ αὐτὸ (sc. τὸ ὄν)σ. μὴ ἔχειν Meliss.9
;ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σ. ἐστιν Gorg.3
; σ. ἄψυχον, ἔμψυχον, Pl.Phdr. 245e, cf. Plt. 288e, Arist.Ph. 265b29, al.;ὁ λίθος σ. ἐστι Luc.Vit.Auct.25
;φασὶν οἱ μὲν σ. εἶναι τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον S.E.M.10.215
; κυκλικὸν ς., of one of the spheres, Jul.Or.5.162b, al.; τὸ πέμπτον ς. the fifth element, Philol.12, Placit.1.3.22, Jul.Or.4.132c; metallic substance, Olymp. Alch.p.71 B.2 Math., figure of three dimensions, solid, opp. a surface, etc., Arist.Top. 142b24, Metaph. 1020a14, al.IV the body or whole of a thing, esp. of complete parts of the body,τὸ σ. τῶν νεφρῶν Id.HA 497a9
;τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων Id.GA 744b24
; τὸ σ. τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Gal.15.667,806;σ. παιδοποιόν Ael.NA17.42
: generally, the whole body or frame of a thing,ὑπὸ σώματι γᾶς A.Th. 947
(lyr.); τὸ σ. τοῦ παντός, τοῦ κόσμου, Pl.Ti. 31b. 32c; ὕδωρ, ποταμοῦ ς. Chaerem.17; τὸ σ. τῆς πίστεως the body of the proof, i.e. arguments, Arist.Rh. 1354a15;τῆς λέξεως Longin.Rh.p.188
H.; of a body of writings, Cic.Att.2.1.4; text of a document, opp. ὑπογραφή, BGU187.12 (ii A.D.), cf. PFay.34.20 (ii A.D.); of a will, POxy.494.30 (ii A.D.).2 ξύλα σώματα logs, opp. κλάδοι, POxy.1738.3 (iii A.D.);σ. μέγα περσέας CPHerm. 7 ii 27
, cf. iii 8 (iii A.D.). -
75 τριώβολον
A three-obol-piece, half-drachma, , cf. Ar.Pl. 125;ὀψωνεῖν μέχρι τριωβόλου Eub.88
, etc.—At Athens, this was2 pay given to the members of the ἐκκλησία whenever they chose to attend, first given about 392 B.C., Id.Ec. 292, 308.II a weight of three obols, Sor.1.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώβολον
-
76 φρατρικός
A = φρατριακός, ἐκκλησία φ., = Lat. comitia curiata, D.H.4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρατρικός
-
77 ψηφοφόρος
ψηφοφόρ-ος (parox.), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψηφοφόρος
-
78 ἀγορρίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγορρίον
-
79 ἀναβάλλω
A throw up,χοῦν ἐξ ὀρύγματος Th.4.90
, cf. X.Cyr.7.5.10, Ostr. 1399 (i A. D.); foss and dyke,X.
An.5.2.5.2 ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον put on horseback, mount him, Id.An. 4.4.4, Eq.6.12; of the horse, ἀ. τὸν ἀναβάτην unseat his rider, ib.8.7.3 ἀ. τὰ ὄμματα cast up one's eyes, so as to show the whites, Arist.Pr. 876a31;τὰ λευκά Alex.222.9
, Ctes.Fr.20.6 lift, remove a tumour, Antyll.(?)ap.Orib.45.17.6.7 [voice] Pass., to be lifted up, in prayer,εὔχονται σπλάγχνοισι κακῶς ἀναβαλλομένοισι Aristeas Epic.1
.II put back, put off,μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε.. ἄεθλον Od.19.584
(the only place in which Hom. uses the [voice] Act.); ἀ. τινά put off [with excuses], D.8.52;ἀ. τὰ πράγματα 4.14
; distract one's attention, Philostr.Im.2.24:—[voice] Pass., ἀνεβλήθη ἡ ἐκκλησία it was adjourned, Th.5.45; ὥστε.. εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας will be put off to the time of the sons, Isoc.11.25;ὑμεναίους οὐκ ἀναβαλλομένους Call.Aet.3.1.43
; cf. infr. B. 11.2 [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀναβεβλημένος slow, measured,αὔλημα D.Chr.1.1
, cf. Hld.2.8: so in Adv.- μένως
slowly,D.H.
Dem.54.b of style, diffuse,τὸ ὕπτιον καὶ ἀ. Hermog.Id.2.11
; λέξις ἀ., opp. συνεστραμμένη, Aristid. Rh.2p.540S.B more freq. in [voice] Med., strike up, begin to play or sing (cf.ἀναβολή 11
),ἀναβάλλετο καλὸν ἀείδειν Od.1.155
, 8.266, Theoc.6.20: abs.,ἀναβάλεο Pi.N.7.77
; : c. acc.,εὐχὴν ἀ. τῷ Ἔρωτι Philostr.Im.1.29
.II put off, delay a thing in which oneself is concerned (v. supr.11),μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα ἔργον Il.2.436
, cf. Hes. Op. 410, Pi.O.1.80, N.9.29, Hdt.3.85;τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ' ἀναβαλοῦ Ar.Nu. 1139
; ; εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν] to adjourn till the morrow, D.21.84, cf. Pl.Mx. 234b;ἀ. τινας Act.Ap.24.22
: abs., defer payment, Isoc.3.33: c. [tense] fut. inf.,ἀ. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Hdt.6.86
.β; ἀ. ἐς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι 5.49
;ἀ. ποιήσειν τὰ δέοντα D.3.9
: c. [tense] aor. inf.,ἀ. ὑποκρίνασθαι Hdt.9.8
; .III throw one's cloak up or back, throw it over the shoulder, so as to let it hang in folds,ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ar.V. 1132
: so also ἀναβάλλεσθαι alone, Id.Ec.97;ἀ. ἐπιδέξια Pl. Tht. 175e
, cf. Ar.Av. 1568; εἴσω τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον with one's cloak thrown up or back, D.19.251;ἀναβεβλ. ἄνω τοῦ γόνατος Thphr. Char.4.4
; cf.ἀναβολή 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβάλλω
-
80 ἀνεῖπον
Aἀνειπάτω IG22.1186.19
, but - έτω ib.1247.13:—announce, proclaim, esp. by herald, ἀ. τινά proclaim conqueror, Pi.P.1.32, 10.9;στέφανον IG12(5).129.33
(Paros, cf. Docum. ap. D.18.55;τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν X.Cyr.4.2.35
;τὸν νόμον ἄνειπε Herod.2.42
: c. acc. et inf., make proclamation that.., ;κήρυγμα τόδε ἀνειπών.. τὸν μὲν βουλόμενον.. μένειν κτλ. Th.4.105
; alsoεἴ τις εἴη.. ἐκφαίνεσθαι X.Cyr.4.5.56
: abs., proclaim, give notice, in law-courts, theatres, etc.,ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, εἴ τις βούλεται.. ξυμμαχεῖν, τίθεσθαι τὰ ὅπλα Th.2.2
, cf. Pl.R. 580b, etc.;ὁ δ' ἀνεῖπεν, εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν Ar.Ach.11
; ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἀ. Docum. ap. D.l.c. supr.: simply, say aloud,τῷ δὲ ἀνεῖπεν ἔνδοθεν, εἰς κόρακας Luc.Alex.46
.—[voice] Pass., [tense] aor.ἀνερρήθην, ἀναρρηθεὶς ἡγεμών X.HG1.4.20
, etc.; , cf. ib.149;τὸν ἐν τῇ ἐκκλησία στέφανον ἀναρρηθέντα Aeschin.3.47
: [tense] fut. ἀναρρηθήσεται ib.147: [tense] pf. imper. let the proclamation be taken as made,Pl.
R. 58oc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεῖπον
См. также в других словарях:
εκκλησία — εκκλησία, η και εκκλησιά, η 1. το σύνολο των χριστιανών, ο χριστιανισμός, η χριστιανοσύνη. 2. το σύνολο των θρησκευτικών λειτουργών και ιδρυμάτων μιας χώρας, που υπάγονται σε αυτοκέφαλη ορθόδοξη εκκλησιαστική εξουσία: Η Εκκλησία της Κύπρου. 3. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκλησία — ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc/acc dual ἐκκλησίᾱ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
ἐκκλησίᾳ — ἐκκλησίαι , ἐκκλησία assembly duly summoned fem nom/voc pl ἐκκλησίᾱͅ , ἐκκλησία assembly duly summoned fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
Επισκοπαλική Εκκλησία — Εκκλησία που αποσπάστηκε από την Αγγλικανική και έγινε ανεξάρτητη κατά την περίοδο της Αμερικανικής επανάστασης. Το έτος ίδρυσής της τοποθετείται στο 1789, όταν επικυρώθηκε στη Φιλαδέλφεια γενική εκκλησιαστική συνθήκη της Προτεσταντικής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Εκκλησία — Προτεσταντική ομολογία την οποία ίδρυσε, αρχικά με την ονομασία Ευαγγελική Εταιρεία, ο Αμερικανός μεθοδιστής Ιάκωβος Άλμπρεχτ (1759 1808). Αργότερα, το 1922, μετονομάστηκε Ευαγγελική Εκκλησία. Η διδασκαλία της είναι κράμα μεθοδισμού και ηθικού… … Dictionary of Greek
Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… … Dictionary of Greek
Καθολική Εκκλησία — Βλ. λ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία … Dictionary of Greek