Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄρμενος

См. также в других словарях:

  • άρμενος — ἄρμενος, η, ον (Α) [(μτχ. αορ. του) αραρίσκω] 1. ο κατάλληλος για κάτι 2. καλά, στερεά προσαρμοσμένος 3. έτοιμος 4. αρεστός, ευχάριστος …   Dictionary of Greek

  • ἅρμενος — ἄρμενος , ἀραρίσκω join aor part mid masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρμενος — ἀραρίσκω join aor part mid masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίκουρος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμί κουρος] …   Dictionary of Greek

  • ярмо — ярем – то же (Пушкин), укр. ярмо, ярем, др. русск., ст. слав. ѩрьмъ ζυγόν (Супр.), болг. ярем, сербохорв. jарам, словен. jarǝm, чеш. jařmo, слвц. jarmo, польск. jarzmo, кашуб. jiřmø. Праслав., по видимому, *аrьmо; ср. польск. kojarzyc связывать …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • άρμενα — τα (AM ἄρμενα) ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι Νικόλα βόηθα» πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει») μσν. νεοελλ. 1. τα πανιά του ιστιοφόρου 2. τα ιστιοφόρα («όλα τ άρμεν… …   Dictionary of Greek

  • ίκμενος — ἴκμενος, ον (Α) φρ. «ἴκμενος οὖρος» ευνοϊκός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • θυμάρμενος — θυμάρμενος, ον (Α) θυμαρής*, ευχάριστος, αγαπητός («θυμάρμενον τέρας», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + άρμενος «προσαρμοσμένος, κατάλληλος», μεμονωμένη μτχ. τού αραρίσκω] …   Dictionary of Greek

  • τριάρμενος — η, ο / τριάρμενος, ον, ΝΑ (για ιστιοφόρο) αυτός που έχει τρία άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἄρμενον, ἄρμενα (πρβλ. εννε άρμενος)] …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՅ — I. (ոյ, Հայք, յոց.) NBH 2 0029 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ἁρμένος armenus, armenius. թ. էրմէնի. վր. սօմխուլի. Ազգ արամեան՝ որ ʼի Հայկայ թորգոմեան յաբեթեանց. *Հայն միշտ աղաղակէ եւ այլն: Ո՛չ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»