Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄλευρα

См. также в других словарях:

  • ἄλευρα — ἄλευρον wheat meal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλευρ' — ἄλευρα , ἄλευρον wheat meal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NABCA — Aegyptiis hodie, aliter Oenoplia, cadem cum Veterum connaro, sive loto Cyrenaica, spinosa instar acaciae, latioribus foliis quam zizyphi, fructu gaudet rotundô, iuglandis nucis magnitudine, dulci, odoratô. Dicta autem haec Lotos Cyrenensis est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νεήλατος — νεήλατος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα) α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήλατος… …   Dictionary of Greek

  • Alevromantis — ALEVROMANTIS, is, Gr. Ἀλευρομάντις, ιως, ein Beynamen des Apollo, welchen er von ἄλευρα, das Mehl, und μάντις, ein Wahrsager, hat, weil bey den Alten auch eine Art ihrer Wahrsagerey mit Mehle geschah, und Apollo ein Gott der Wahrsagerkunst über… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • PHYSCON — cognomen unius ex Ptolemaeis, non ἀπὸ τοῦ φυσᾷν, ut quidam volunt, sed a φύσκη, venter, unde φύσκων, ventriosus. Forte etiam sic appellatus est, quod ad libidinem propensioris naturae esset. Φύσκη enim proprie botulus est, παχὺ ἔντερον, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

  • άλφι — ἄλφι, το (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ*, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου)… …   Dictionary of Greek

  • αλευροθήκη — η (Α ἀλευροθήκη) 1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη 2. σκάφη τού αλευρόμυλου αρχ. αποθήκη αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + θήκη < τίθημι] …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιία — η (Μ) [αλευροποιός] η παρασκευή αλεύρων νεοελλ. η βιομηχανία που παρασκευάζει άλευρα …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αλευροποιώ μσν. νεοελλ. ἀλευροποιία νεοελλ. αλευροποιείο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»