-
1 άλευρα
-
2 ἄλευρα
-
3 σητάνιος
σητάνιος, durchgesiebt, gesichtet; dah. σ. ἄλευρα, das feinste Mehl, ἄρτος, Brot vom feinsten durchgesiebten Mehl, Sp.; im Ggstz von αὐτόπυρος, Plut. tranqu. an. 3; σητάνια μῆλα, Ath. II, 81 a; σητάνιος πυρός, eine Weizenart, Theophr. Andere wollten es von σῆτες ableiten u. heuriger od. Sommerweizen erkl., u. ἄλευρα σητάνεια = Mehl von Sommerweizen.
-
4 ἄλευρον
A = ἀλείατα, wheat-meal (opp. ἄλφιτα barley-meal, Hdt.7.119;ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα Pl.R. 372b
, cf.Epin. 975b, X.An.1.5.6, Arist.Pr. 863b2: in sg., Ar.Fr.50, Sotad.Com.1.24, Arist.Pr. 927a11, Theoc.14.7.------------------------------------ἄλευρον (B)· τάφος (Cypr.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλευρον
-
5 σητάνιος,
σητάνιος, u. σητάνειος, durchgesiebt, gesichtet; dah. σ. ἄλευρα, das feinste Mehl; ἄρτος, Brot vom feinsten durchgesiebten Mehl; σητάνιος πυρός, eine Weizenart; ἄλευρα σητάνεια = Mehl von Sommerweizen -
6 σητάνειος
σητάνιος, u. σητάνειος, durchgesiebt, gesichtet; dah. σ. ἄλευρα, das feinste Mehl; ἄρτος, Brot vom feinsten durchgesiebten Mehl; σητάνιος πυρός, eine Weizenart; ἄλευρα σητάνεια = Mehl von Sommerweizen -
7 κατα-πάσσω
κατα-πάσσω, att. - πάττω (s. πάσσω), bestreuen, überstreuen; πάντα ταῦτα καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσϑαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon κατάπαστος, bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17.
-
8 μάσσω
μάσσω, att. μάττω, perf. μέμαχα, Ar. Equ. 55, μέμαγμαι, ib. 57, 1) betasten, berühren (s. ΜΑΩ); so ἐμάξατο, Agath. 9 (V, 296), vgl. die compp. Bes. mit den Händen drücken, quetschen, kneten, den Teig, Her. 1, 200; Ar. a. a. O., der auch γογγύλη μεμαγμένη, Pax 28, u. übertr. kom. ἐπινοίας sagt, Equ. 537; μᾶζα μεμαγμένη, Archil. 56; σῖτον μεμαγμένον, Thuc. 4, 16; ἄλευρα τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ μάξαντες, Plat. Rep. II, 372 b; Xen. Oec. 10, 11 u. Folgde. Bei Ar. auch im med., μάττεσϑαι τὰ ἄλφιτα, Nubb. 778; – βίος μεμαγμένος, sprichw. = ἀληλεσμένος, Zenob. 1, 21 Diogen. 1, 17. – Damit hangen μᾶζα, μάγειρος, μάκτρα u. ähnl. zusammen. – 2) streichen, wischen, sowohl abwischen als beschmieren, bestreichen, VLL. Gebräuchlicher in den compp. Davon kommt μαγεύς, μαγδαλιά u. ä.
-
9 αὐτο-κάβδαλος
αὐτο-κάβδαλος, σκάφος Lycophr. 745, ein kleines, leicht gebautes, aus dem Stegereif gebautes Schiff; E. M. αὐτοσχέδιον, τὸ εἰκῆ καὶ ὡςαύτως, καὶ αὐτουργὸν γεγονός· κυρίως δὲ ἡ λέξις ἐπὶ τῶν ἀλφίτων λέγεται· τό ὡς ἔτυχε φυραϑὲν ἄλευρον; Tzetz. τὰ ῥυπαρὰ καὶ μὴ ἀληλεσμένα ἄλευρα; vgl. κάβος; eigtl. hausbacken; περὶ εὐόγκων αὐτοκαβδάλως λέγειν, über wichtige Dinge leichtfertig u. in gemeinen Ausdrücken reden, Ggstz περὶ εὐτελῶν σεμνῶς Arist. rhet. 3, 7, wo 4 codd. αὐτοκιβδήλως haben, einer am Rande αὐτοκαυδάλως, welche v. l. auch im Lycophr. sich findet, neben αὐτοκάνδαλος. Bei Ath. XIV, 622 b οἱ αὐτοκάβδαλοι καλούμενοι ἐστεφανωμένοι κιττῷ σχέδην ἐπέραινον ῥήσεις, also eine Art Possenreißer aus dem Stegereif. Bei Luc. Lexiph. 10 geziert etymologisirt; Einer, der sich sein Brot selbst auf den Ringplatz trägt. – B. A. 467 ist aus Eupol. αὐτοκάρδαλον angeführt, was mit Runkel auch in αὐτοκάβδαλον zu ändern.
-
10 ἄλευρον
-
11 καταπασσω
атт. καταπάττω (fut. καταπάσω) посыпать, усыпать(ἄλευρα Arst.; τέφραν κατὰ τῆς τραπέζης Arph.; τὰς κεφαλὰς πηλῷ Diod.; перен. πάντα βουλευματίων καὴ γνωμιδίων Arph.)
-
12 μασσω
атт. μάττω (fut. μάξω, aor. ἔμαξα, pf. μέμᾰχα; aor. med. ἐμαξάμην; pass.: aor. 2 ἐμάγην, pf. μέμαγμαι) тж. med.1) мять, месить(μᾶζαν Arph.; τὰ ἄλευρα Plut.)
σῖτος μεμαγμένος Thuc. — хлеб в виде готового теста2) перен. мять, молоть, т.е. без конца пересказывать(ἐπινοίας Arph.)
3) поглаживать, ощупывать(γαστέρα κισσυβίου Anth.)
-
13 άλευρ'
-
14 ἄλευρ'
-
15 γανδάνειν
γανδάνειν· ἀρέσκειν, Hsch. [full] γανδάω· λάμπω, Id. [full] γάνδιον· κιβώτιον, Id. [full] γάνδος· ὁ πολλὰ εἰδὼς καὶ πανοῦργος· τινὲς δὲ γάδος, Id. [full] γάνδομα· πυροί, ἄλευρα, Id. [full] γάνεα· κήπους, Id. (κόπους cod.). [full] γανεῖν· λευκαίνειν, Id., EM223.44. [full] γανῖται· δάπανοι, ἄσωτοι, Hsch. (cf. Lat.A ganeo).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γανδάνειν
-
16 θέρμινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέρμινος
-
17 καταπάσσω
κατα-πάσσω, [dialect] Att. [suff] κατά-ττω, [tense] fut. - άσω [pron. full] [ᾰ] (v. infr.): [tense] aor. 1A- έπᾰσα Men. 708
:—besprinkle, bespatter with,πάντα καταπάσω βουλευματίων Ar. Eq.99
: usu. c. dat. rei,ἀψινθίῳ κ. μέλι Men.
l. c.; γῇ τὰς κεφαλὰς κ. LXX 2 Ma.10.25: also abs., pour out,κ. Χύδην Pherecr.168
:— [voice] Pass.,καταπαττόμενος Ar.Nu. 262
:—[voice] Med., κ. τὰς κεφαλὰς πηλῷ their own heads, v.l. in D.S.1.72,91.II c. acc. rei, sprinkle, strew over,ἄνθος Χαλκοῦ Hp.Fist.3
; ;κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ar.Nu. 177
:—[voice] Med., καταπασάμενος τῆς κεφαλῆς κόνιν on his own head, J.BJ2.21.3 (v.l. καταμησάμενος) ; γῆν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς v.l. in LXXJb.1.20;τῶν στρωμάτων ῥόδα πολλὰ κατεπέπαστο Luc.Asin.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπάσσω
-
18 κριθάμινος
A = κρίθινος, ἄλευρα Polyaen.4.3.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθάμινος
-
19 μάσσω
A (anap.) ( ἀνα- Od. 19.92): [tense] aor.ἔμαξα Pherecr. 183.2
, Pl.R. 372b, Arist. Rh. 1416b31, Nic.Th. 952: [tense] pf.μέμᾰχα Ar.Eq.55
:—[voice] Med., [tense] fut. μάξομαι ( ἐμμ-) Call.Dian. 124: [tense] aor.ἐμαξάμην Hdt.1.200
; poet.μαξάμην AP 5.295
(Agath.):—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἐμάχθην Aret.CD2.12
: [tense] aor. 2 ἐμάγην [ᾰ] (v. ἐκμ-): [tense] pf.μέμαγμαι Ar.Eq.57
, Th.4.16: freq. in compds. with ἀπό, ἐκ:—knead, press into a mould, esp. of barley-cakes which were subsequently moistened and eaten without baking (cf. μακτός), S. l. c., Ar. Pax14;μᾶζαν μεμαχότος Id.Eq.55
(also in [voice] Med., Hdt. l.c., Ar.Nu. 788); ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα.., ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ (viz. ἄλφιτα)μάξαντες Pl.
l.c.: metaph.,μάττειν ἐπινοίας Ar.Eq. 539
:—[voice] Med.,εὐλόγου<ς> αἰτίας ματτόμενον Pall.
in Hp. Fract.12.286 C.:—[voice] Pass.,μᾶζα μεμαγμένη Archil.2
; μᾶζαν ὑπ' ἐμοῦ μεμ. Ar.Eq.57, cf. 1167; σῖτος μεμαγμένος dough ready kneaded (or pressed into cakes), Th. l. c., cf. Ar. Pax28; ὅστις ἀλφιτοσιτεῖ, ὕδατι μεμαγμένην ( μεμιγ- codd.) ἀεὶ τὴν μᾶζαν ἐσθίει prob. cj. in X.Cyr.6.2.28, cf. Agathocl.6. -
20 πυράμινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυράμινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄλευρα — ἄλευρον wheat meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλευρ' — ἄλευρα , ἄλευρον wheat meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NABCA — Aegyptiis hodie, aliter Oenoplia, cadem cum Veterum connaro, sive loto Cyrenaica, spinosa instar acaciae, latioribus foliis quam zizyphi, fructu gaudet rotundô, iuglandis nucis magnitudine, dulci, odoratô. Dicta autem haec Lotos Cyrenensis est,… … Hofmann J. Lexicon universale
νεήλατος — νεήλατος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα) α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήλατος… … Dictionary of Greek
Alevromantis — ALEVROMANTIS, is, Gr. Ἀλευρομάντις, ιως, ein Beynamen des Apollo, welchen er von ἄλευρα, das Mehl, und μάντις, ein Wahrsager, hat, weil bey den Alten auch eine Art ihrer Wahrsagerey mit Mehle geschah, und Apollo ein Gott der Wahrsagerkunst über… … Gründliches mythologisches Lexikon
PHYSCON — cognomen unius ex Ptolemaeis, non ἀπὸ τοῦ φυσᾷν, ut quidam volunt, sed a φύσκη, venter, unde φύσκων, ventriosus. Forte etiam sic appellatus est, quod ad libidinem propensioris naturae esset. Φύσκη enim proprie botulus est, παχὺ ἔντερον, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… … Dictionary of Greek
άλφι — ἄλφι, το (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ*, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου)… … Dictionary of Greek
αλευροθήκη — η (Α ἀλευροθήκη) 1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη 2. σκάφη τού αλευρόμυλου αρχ. αποθήκη αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + θήκη < τίθημι] … Dictionary of Greek
αλευροποιία — η (Μ) [αλευροποιός] η παρασκευή αλεύρων νεοελλ. η βιομηχανία που παρασκευάζει άλευρα … Dictionary of Greek
αλευροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αλευροποιώ μσν. νεοελλ. ἀλευροποιία νεοελλ. αλευροποιείο] … Dictionary of Greek