-
1 κριθινος
-
2 κρίθινος
-
3 κρίθινος
κρίθινοςmade of: masc nom sg -
4 κρίθινος
-
5 κρίθινος
κρίθινος, η, ον (s. prec. entry; since Hipponax [VI B.C.] 39, 6 Diehl; PEleph 5, 25 [284/283 B.C.]; BGU 1092, 28; LXX; Philo, Spec. Leg. 2, 175; Jos., Ant. 5, 219) made of barley flour ἄρτος κ. barley bread (Plut., Anton. 45, 8; Artem. 1, 69; above all 4 Km 4:42) J 6:9, 13.—M-M. -
6 κρίθινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κρίθινος
-
7 κρίθινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κρίθινος
-
8 κρίθινος
η, ο [ν] ячменный; ячневый (о крупе, каше) -
9 κρίθινος
ячменный, приготовленный из ячменя.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κρίθινος
-
10 κρίθινος
-η,-ον + A 1-4-1-0-0=6 Nm 5,15; JgsA 5,8; Jgs 7,13; 2 Kgs 4,42made of barley Nm 5,15*JgsA 5,8 ἄρτον κρίθινον bread made of barley-עריםשׂ ֶלֶחם for MT עריםשׁ ָלֶחם war in the gates?, cpr. Jgs 7,13 -
11 κρίθινος
A made of or from barley, κόλλιξ, ἄρτος, Hippon.35, Luc.Macr.5; ἄχυρον, ἄλευρον, Thphr.HP8.4.1, PEleph.5.25 (iii B. C.), Plu.2.397a;τὸ κ. ποτόν Hp.Acut.64
; κ. ὕδωρ ib.(Sp.) 30; κ. οἶνος beer, Plb.34.9.15;πόμα Plu.2.752b
: metaph., κ. Δημοσθένης, 'gingerbread Demosthenes', nickname of Dinarchus, Hermog.Id.2.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρίθινος
-
12 κριθίνη
κρίθινοςmade of: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κρίθινοςmade of: fem dat sg (attic epic ionic) -
13 κριθίνων
κρίθινοςmade of: fem gen plκρίθινοςmade of: masc /neut gen pl -
14 κρίθινον
κρίθινοςmade of: masc acc sgκρίθινοςmade of: neut nom /voc /acc sg -
15 κριθίνην
κρίθινοςmade of: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 κριθίνης
κρίθινοςmade of: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 κριθίνοις
κρίθινοςmade of: masc /neut dat pl -
18 κριθίνου
κρίθινοςmade of: masc /neut gen sg -
19 κριθίνους
κρίθινοςmade of: masc acc pl -
20 κρίθινα
κρίθινοςmade of: neut nom /voc /acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρίθινος — made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινος — η, ο (AM κρίθινος, ίνη, ον) [κριθή] παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.) αρχ. φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» παρωνύμιο τού ρήτορα Δεινάρχου β) «οἶνος κρίθινος» ο ζύθος, η μπίρα … Dictionary of Greek
κρίθινος — η, ο που έγινε από κριθάρι (κριθάλευρο), κριθαρένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριθίνων — κρίθινος made of fem gen pl κρίθινος made of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινον — κρίθινος made of masc acc sg κρίθινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνη — κρίθινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνην — κρίθινος made of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνης — κρίθινος made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνοις — κρίθινος made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνου — κρίθινος made of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνους — κρίθινος made of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)