Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθέρες

См. также в других словарях:

  • αθερές — ἀθερές, το (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἀνόητον, ἀνόσιον, ἀκριβές» …   Dictionary of Greek

  • ἀθερές — ἀθερής reckless masc/fem voc sg ἀθερής reckless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέρες — ἀθήρ awn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγανιάζω — [άγανο] (για τα στάχια) βγάζω άγανα, αθέρες …   Dictionary of Greek

  • αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… …   Dictionary of Greek

  • αθερηίς — ἀθερηίς ( ίδος), η (Α) [αθήρ] αυτή που έχει αθέρες, αγκαθάκια …   Dictionary of Greek

  • αθερώδης — ἀθερώδης, ες (Α) [ἀθήρ] αυτός που έχει αθέρες, ακίδες, όπως το στάχυ …   Dictionary of Greek

  • αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»