Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πύρινος

См. также в других словарях:

  • πύρινος — of fire masc nom sg πύ̱ρινος , πύρινος of fire masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… …   Dictionary of Greek

  • πύρινος — η, ο αυτός που αποτελείται από φωτιά, φλογερός, διάπυρος: Έχυνε πύρινα δάκρυα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρίναις — πύρινος of fire fem dat pl πῡρίναις , πύρινος of fire fem dat pl πυρίνη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίνη — πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πῡρίνη , πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίνην — πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πῡρίνην , πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίνης — πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πῡρίνης , πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πυρίνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίνους — πύρινος of fire masc acc pl πῡρίνους , πύρινος of fire masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίνῃ — πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πῡρίνῃ , πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πυρίνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύριναι — πύρινος of fire fem nom/voc pl πύ̱ριναι , πύρινος of fire fem nom/voc pl πυρίνη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρινε — πύρινος of fire masc voc sg πύ̱ρινε , πύρινος of fire masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»