-
1 πυρινος
I3(ῠ) [πῦρ]1) огненный(ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT.)
2) горячийπύριναι νύμφαι Anth. — горячие источники
II3(ῡ) [πυρός II] пшеничный(στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.)
-
2 πύρινος
πύρινοςof fire: masc nom sgπύ̱ρινος, πύρινοςof fire: masc nom sg -
3 πύρινος
A of fire, fiery, , cf. GC 326a31; εἰ.. ὁ ἀὴρ μὴ πῦρ, ἀλλὰ π. Id.Metaph. 1049a26; ;δοκίς D.S.15.50
;θώρακες Apoc.9.17
;π. κλῇθρα PMag.Par.1.589
; π. νύμφαι hot springs, AP14.52; π. φάρμακον fiery drug, prob. arsenic, Maria ap.Zos.Alch.p.201 B.II metaph., π. πόλεμος bitter, obstinate war, Plb.35.1.6, D.S.31.40.2 π. ἀσπαστικόν fiery greeting, PMag.Par.1.638.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύρινος
-
4 πύρινος
-
5 πύρινος
-
6 πύρινος [2]
-
7 πύρινος
πύρινος, η, ον of the color of fire, fiery (Aristot. et al.; Kaibel 987 [95 A.D.]; PTebt 1, 16 [I B.C.]; BGU 590, 1; PGM 4, 589; Sir 48:9 ἐν ἅρματι ἵππων πυρίνων; Ezk 28:14, 16; En 14:11; TestAbr A; ApcEsdr 4:9 p. 28, 8 Tdf. [θρόνος] al.) ἀκρίδες πύριναι fiery locusts Hv 4, 1, 6. Spectral riders wear θώρακας πυρίνους Rv 9:17 (SibOr 3, 673 ῥομφαῖαι πύριναι).—DELG s.v. πύρ. TW. -
8 πύρινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πύρινος
-
9 πύρινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πύρινος
-
10 πύρινος
η, ο[ν]1) огненный; 2) (воен.) огневой; 3) перен. огненный; пламенный, горячий;πύρινα δάκρυα — горючие слёзы
-
11 πύρινος
огненный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πύρινος
-
12 πύρινος
-η,-ον + A 0-0-2-0-1=3 Ez 28,14.16; Sir 48,9 -
13 πύρινος
[пиринос] επ огненный, (μεταφ) горячий, пламенный. -
14 πυρίνη
πύρινοςof fire: fem nom /voc sg (attic epic ionic)πῡρίνη, πύρινοςof fire: fem nom /voc sg (attic epic ionic)πυρίνηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πύρινοςof fire: fem dat sg (attic epic ionic)πῡρίνῃ, πύρινοςof fire: fem dat sg (attic epic ionic)πυρίνηfem dat sg (attic epic ionic) -
15 πυρίναις
πύρινοςof fire: fem dat plπῡρίναις, πύρινοςof fire: fem dat plπυρίνηfem dat pl -
16 πυρίνην
πύρινοςof fire: fem acc sg (attic epic ionic)πῡρίνην, πύρινοςof fire: fem acc sg (attic epic ionic)πυρίνηfem acc sg (attic epic ionic) -
17 πυρίνης
πύρινοςof fire: fem gen sg (attic epic ionic)πῡρίνης, πύρινοςof fire: fem gen sg (attic epic ionic)πυρίνηfem gen sg (attic epic ionic) -
18 πυρίνους
πύρινοςof fire: masc acc plπῡρίνους, πύρινοςof fire: masc acc pl -
19 πύριναι
πύρινοςof fire: fem nom /voc plπύ̱ριναι, πύρινοςof fire: fem nom /voc plπυρίνηfem nom /voc pl -
20 πύρινε
πύρινοςof fire: masc voc sgπύ̱ρινε, πύρινοςof fire: masc voc sg
См. также в других словарях:
πύρινος — of fire masc nom sg πύ̱ρινος , πύρινος of fire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… … Dictionary of Greek
πύρινος — η, ο αυτός που αποτελείται από φωτιά, φλογερός, διάπυρος: Έχυνε πύρινα δάκρυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρίναις — πύρινος of fire fem dat pl πῡρίναις , πύρινος of fire fem dat pl πυρίνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνη — πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πῡρίνη , πύρινος of fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνην — πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πῡρίνην , πύρινος of fire fem acc sg (attic epic ionic) πυρίνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνης — πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πῡρίνης , πύρινος of fire fem gen sg (attic epic ionic) πυρίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνους — πύρινος of fire masc acc pl πῡρίνους , πύρινος of fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίνῃ — πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πῡρίνῃ , πύρινος of fire fem dat sg (attic epic ionic) πυρίνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύριναι — πύρινος of fire fem nom/voc pl πύ̱ριναι , πύρινος of fire fem nom/voc pl πυρίνη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρινε — πύρινος of fire masc voc sg πύ̱ρινε , πύρινος of fire masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)