-
1 ἀρχ-ιᾱτρος
ἀρχ-ιᾱτρος, ὁ, erster Leibarzt, Sp.
-
2 ἀρχιατρός
A court or official physician, OGI256.5 (Delos, ii/i B.C.), etc.; of the Roman Emperors, Gal.14.2, al.; of communities, arch. populares Cod.Theod.13.3, Cod.Just.10.52.10, al.: generally, responsible practitioner, Aret.CA2.5; cf. ἀρχιίατρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιατρός
-
3 ἀρχιᾱτρος
-
4 τέχνη
A art, skill, cunning of hand, esp. in metalworking, Od.3.433, 6.234, 11.614; also of a shipwright, Il.3.61; of a soothsayer, A.Ag. 249 (pl., lyr.), Eu.17, S.OT 389, etc.;τέχναι ἑτέρων ἕτεραι Pi.N.1.25
;ὤπασε τ. πᾶσαν Id.O.7.50
.2 craft, cunning, in bad sense, δολίη τ. Od.4.455, Hes.Th. 160: pl., arts, wiles, Od.8.327.332, Hes.Th. 496, 929;δολίαις τέχναισι χρησάμενος Pi.N.4.58
; τέχναις τινός by his arts (or simply by his agency), Id.O.9.52, P.3.11; τέχνην κακὴν ἔχει he has a bad trick, Hes.Th. 770, cf. Pi.I.4(3).35(53), S Ph.88, etc.3 way, manner, or means whereby a thing is gained, without any definite sense of art or craft, μηδεμιῇ τ. in no wise, Hdt.1.112; ἰθέῃ τ. straight way, Id.9.57; πάσῃ τ. by all means, Ar.Nu. 1323, Th.65, Ec. 366; παντοίᾳ τ. S.Aj. 752, etc.;οὐκ ἀποστήσομαι.. οὔτε τ. οὔτε μηχανῇ οὐδεμιᾷ IG12.39.22
;πάσῃ τ. καὶ μηχανῇ X.An.4.5.16
;μήτε τ. μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Lys.13.95
.II an art, craft, , cf. IG12.678; τὴν τ. ἐπίστασθαι to know the craft, Hdt.3.130; φλαύρως ἔχειν τὴν τ. ibid.;τῆς τ. ἔμπειρος Ar.Ra. 811
; ταύτην τέχνην ἔχει he makes this his trade, Lys.1.16, cf. 6.7; ἐν τῇ τ. εἶναι practise it, S.OT 562, Pl.Prt. 317c; ἐπὶ τέχνῃ μαθεῖν τι to learn a thing professionally, opp. ἐπὶ παιδείᾳ, ib. 312b, cf. 315a;τέχναι καὶ ἐργασίαι X.Mem.3.10.1
; τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοι having made a trade of it, D.37.53; τέχνας ἀσκεῖν, μελετᾶν, ἐργάζεσθαι, to practise them,X. Cyr.1.6.26,41 ([voice] Pass.), Oec.4.3; πατρῴαν τέχναν ἐργάζεσθαι ἁλιεύεσθαι Πρακτικὰ Ἀρχ. Ἑτ.1932.52 (Dodona, iv B.C.); ἰατρὸς τὴν τ. POxy. 40.5 (ii A.D.); τεθεραπευκὼς ἀνεγκλήτως τῇ τ., of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); παραμενῶ πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς τ. (viz. weaving) Sammelb. 7358.20 (iii A.D.); ἀπὸ τεχνῶν τρέφεσθαι live by them, X.Lac. 7.1.III an art or craft, i.e. a set of rules, system or method of making or doing, whether of the useful arts, or of the fine arts, Epich.171.11, Pl.Phdr. 245a, Arist.Rh. 1354a11, EN 1140a8;ἡ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν, ἡ δ' ἀπειρία τύχην Polus
ap. eund.Metaph. 981a4; ἡ περὶ τοὺς λόγους τ. the Art of Rhetoric, Pl.Phd. 90b; οἱ τὰς τ. τῶν λόγων συντιθέντες systems of rhetoric, Arist.Rh. 1354a12, cf. Isoc.13.19, Pl.Phdr. 271c, Phld.Rh.2.50 S., al.; hence title of various treatises on Rhetoric (v. VI; but rather tricks of Rhetoric, in Aeschin. 1.117); τέχνῃ by rules of art, Pl.Euthd. 282d;ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Id.R. 381b
; ; ἄνευ τέχνης, μετὰ τέχνης, Id.Phd. 89e: τ. defined as ἕξις ὁδοποιητική, Zeno Stoic.1.20, cf. Cleanth. ib.1.110.IV = τέχνημα, work of art, handiwork,κρατῆρες.., ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη S.OC 472
;ὅπλοις.., Ἡφαίστου τέχνῃ Id.Fr. 156
, cf. Str.14.1.14, PLond.3.854.4 (ii A.D.), Paus.6.25.1, al.V = συντεχνία, ἡ τ. τῶν λιθουργῶν, τῶν σακκοφόρων, Dumont-Homolle Mélanges d' archéol. et d' épigr.p.378 No.65,66 ([place name] Perinthus); τ. βυρσέων, συροποιῶν, IGRom.1.717,1482 (both Philippopolis); τοὺς καταλειπομένους ἀπὸ τῇς τ. BGU1572.12 (ii A.D.); ὁ χαλκεὺς ἀπὸ τῆς τ. SIG 1140 ([place name] Amphipolis).VI treatise on Grammar, D.T. tit., or on Rhetoric, Anaximenes Lampsacenus tit.
См. также в других словарях:
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
ιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἰατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [ιατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση τής υγείας και τη θεραπεία τών νόσων νεοελλ. 1. το … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
γιον — (Μ γιόν και γίον) επίρρ. 1. όπως, ως, καθώς 2. όπως, παραδείγματος χάριν 3. ευθύς ως, μόλις 4. επειδή, αφού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οίον, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση τού συμπλέγματος io (πρβλ. ιατρός γιατρός)] … Dictionary of Greek