-
1 ἀρχιατρός
A court or official physician, OGI256.5 (Delos, ii/i B.C.), etc.; of the Roman Emperors, Gal.14.2, al.; of communities, arch. populares Cod.Theod.13.3, Cod.Just.10.52.10, al.: generally, responsible practitioner, Aret.CA2.5; cf. ἀρχιίατρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιατρός
См. также в других словарях:
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek