Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀποπάσχω

См. также в других словарях:

  • αποπάσχω — ἀποπάσχω (Α) (όρος των Στωικών) απορρίπτω, αποβάλλω μια εντύπωση, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κάτι …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»