Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπο(ρ)ρήγνυμι

См. также в других словарях:

  • προαπερράγη — πρό , ἀπό , ἐν ἀράσσω smite aor ind pass 3rd sg (ionic) προαπερράγη , πρό , ἀπό , ἐν ῥάσσω strike aor ind pass 3rd sg (ionic) προαπερράγη , πρό , ἀπό , ἐν ῥήγνυμι break asunder aor ind pass 3rd sg (ionic) προαπερρά̱γη , πρό , ἀπό , ἐν ῥήγνυμι br …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέρραξε — ἐν , ἀπό , ἐν ἀράσσω smite aor ind act 3rd sg (ionic) ἐν , ἀπό , ἐν ῥάσσω strike aor ind act 3rd sg (ionic) ἐν , ἀπό , ἐν ῥάζω snarl aor ind act 3rd sg (ionic) ἐν , ἀπό , ἐν ῥαίνω sprinkle aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέρρηξαν — ἐν , ἀπό , ἐν ῥήγνυμι break asunder aor ind act 3rd pl (ionic) ἐν , ἀπό , ἐν ῥήσσω strike aor ind act 3rd pl (ionic) ἐν , ἀπό ῥήσσω strike aor ind act 3rd pl ἐν ἀπορρήγνυμι break off aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέρρηξεν — ἐν , ἀπό , ἐν ῥήγνυμι break asunder aor ind act 3rd sg (ionic) ἐν , ἀπό , ἐν ῥήσσω strike aor ind act 3rd sg (ionic) ἐν , ἀπό ῥήσσω strike aor ind act 3rd sg ἐν ἀπορρήγνυμι break off aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… …   Dictionary of Greek

  • ρηξιγενής — ές, Ν 1. (για πετρώματα) αυτός που προέρχεται από διάρρηξη τού στερεού φλοιού τής Γης 2. φρ. «ρηξιγενείς κοιλάδες» μεγάλα χάσματα τής Γης τα οποία διανοίχθηκαν από τεκτονικά αίτια, σε αντιδιαστολή με τις ποτάμιες ή τις παγετώδεις κοιλάδες, οι… …   Dictionary of Greek

  • ρήσσω — (I) και αττ. τ. ρήττω Α ιων. τ. ρήγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. ῥηκ τού αορ. ἔρρηξα τού ῥήγνυμι, με επίθημα jω (*ρήκ jω > ρήσσω), πρβλ. πήγνυμι: πήσσω]. (II) Α ιων. τ. βλ. ῥάσσω …   Dictionary of Greek

  • παραρρήγνυμι — και παραρρηγνύω Α 1. διασπώ, προκαλώ ρήγμα στα πλευρά, ιδίως γραμμής μάχης 2. παθ. παραρρήγνυμαι διαρρήγνυμαι, θραύομαι, υφίσταμαι ρήγμα 3. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω («παραρρηγνύοντας τὸν νόμον», Θεμίστ.) 4. φρ. «φωνὴ παρερρωγυῑα» φωνή σπασμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»