Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνταρκτικός

См. также в других словарях:

  • ἀνταρκτικός — antarctic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταρκτικός — ή, ό (Α ἀνταρκτικός, ή, όν) ο αντίθετος προς τον αρκτικό (πόλο, κύκλο, ζώνη), γενικότερα αυτός που ανήκει στο Νότιο Ημισφαίριο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η Ανταρκτική η νοτιότερη ήπειρος της υδρογείου εκτείνεται σχεδόν συμμετρικά γύρω από τον Νότιο… …   Dictionary of Greek

  • ανταρκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται αντίκρυ από την άρκτο (το βοριά), ο νότιος: Ο νότιος πόλος λέγεται και ανταρκτικός. 2. το θηλ., Ανταρκτική ως κύρ. όν., σημαίνει τη γύρω από το νότιο πόλο ήπειρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνταρκτικῶν — ἀνταρκτικός antarctic fem gen pl ἀνταρκτικός antarctic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικόν — ἀνταρκτικός antarctic masc acc sg ἀνταρκτικός antarctic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικοῖς — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικοῦ — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτική — ἀνταρκτικός antarctic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικήν — ἀνταρκτικός antarctic fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικῷ — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Antarktika — Antarktika …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»