-
1 χειμερινός
χειμερινόςof: masc nom sg -
2 χειμερινός
χειμερινός, ή, όν (Hdt. et al.; ins, pap, LXX, En 17:7; Philo) pert. to winter, winter καιροὶ χειμερινοί winter seasons 1 Cl 20:9 (Diod S 14, 100, 5; 15, 65, 2 χειμερινὴ ὥρα=winter season).—DELG s.v. χεῖμα. -
3 χειμερινός
-ή,-όν + A 0-0-2-2-1=5 Jer 43(36),22; Zech 10,1; Prv 27,15; Ezr 10,13; 1 Ezr 9,11pertaining to winter, winter- -
4 χειμερινός
A of or in winter, opp.θερινός, χ. τροπαί Democr.14
,etc.;χ. μῆνες Th.6.21
;πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193
, cf. X.Mem.3.8.9;χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.
Aër.3, cf. Arist.Mete. 364b3;ὄμβροι Plb. 9.43.5
;συσσίτια χ. Pl.Criti. 112b
; δεξαμεναί ib. 117b;πυρετός Hp. Acut.
(Sp.) 24;νόσοι Gal.17(1).734
;ἀργυρώματα Ath.6.230d
;μάχη D.18.216
; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr. 893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην ) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ([place name] Cos); τὰ χ. Pl.Lg. 683c, 915d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμερινός
-
5 χειμερινά
χειμερινόςof: neut nom /voc /acc plχειμερινά̱, χειμερινόςof: fem nom /voc /acc dualχειμερινά̱, χειμερινόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 χειμερινόν
χειμερινόςof: masc acc sgχειμερινόςof: neut nom /voc /acc sg -
7 χειμεριναί
χειμερινόςof: fem nom /voc pl -
8 χειμερινοί
χειμερινόςof: masc nom /voc pl -
9 χειμερινούς
χειμερινόςof: masc acc pl -
10 χειμερινέων
χειμερινόςof: masc /fem gen pl (epic ionic) -
11 χειμερινή
χειμερινόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 χειμερινήν
χειμερινόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 χειμερινώτεραι
χειμερινόςof: fem nom /voc comp pl -
14 χειμερινών
-
15 χειμερινῶν
-
16 χειμερινή
-
17 χειμερινῇ
-
18 χειμερινήι
-
19 χειμερινῆι
-
20 χειμερινής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειμερινός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινός — ή, ό / χειμερινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, χειμωνιάτικος 2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν… … Dictionary of Greek
χειμερινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειμώνα, χειμωνιάτικος: Κάνει χειμερινό κρύο. 2. κατάλληλος για το χειμώνα: Έβαλε χειμερινά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμερινά — χειμερινός of neut nom/voc/acc pl χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc/acc dual χειμερινά̱ , χειμερινός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινῶν — χειμερινός of fem gen pl χειμερινός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινόν — χειμερινός of masc acc sg χειμερινός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναῖς — χειμερινός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριναί — χειμερινός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῖς — χειμερινός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοί — χειμερινός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερινοῦ — χειμερινός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)