-
1 ανακωχη
атт. ἀνοκωχή ἥ [ἔχω]1) остановка, прекращение, передышка(κακῶν Thuc.)
2) прекращение военных действий, перемирие(τινι πρός τινα Thuc.)
δι΄ ἀνακωχῆς γενέσθαι τινί Thuc. — иметь соглашение с кем-л. о перемирии3) задержка, замедлениеἀνακωχῆς ἕνεκα τῶν Ἑλληνικῶν Thuc. — для того, чтобы задержать греческие войска
-
2 ανακωχή
ἀνακωχάζωbring to a stop: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀνακωχάζωbring to a stop: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνακωχέωpres subj mp 2nd sgἀνακωχέωpres ind mp 2nd sgἀνακωχέωpres subj act 3rd sgἀνοκωχήstay: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 ἀνακωχῇ
ἀνακωχάζωbring to a stop: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀνακωχάζωbring to a stop: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνακωχέωpres subj mp 2nd sgἀνακωχέωpres ind mp 2nd sgἀνακωχέωpres subj act 3rd sgἀνοκωχήstay: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 ανακωχή
-
5 ἀνακωχή
-
6 ἀνακωχή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακωχή
-
7 ἀνακωχή (2)
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνακωχή (2)
-
8 ἀνακωχή (1)
ἀνοκωχή, ἀνακωχήGrammatical information: f.Meaning: `cessation', esp. `of arms' (Th.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Reduplicated form from ἀνέχω like δι-οκωχή from διέχω; s. ἔχω; cf. ἀκώκη. The form with ἀνα-, from anteconsonantal ἀνα- was introduced because the formation became unclear; cf. Chantraine Étrennes Benveniste 12f.Page in Frisk: 1,112Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνακωχή (1)
-
9 ανακωχή
η1) перемирие; 2) мор. приостановка или замедление хода (парусного судна) -
10 ἀνακωχή
ἀνα-κωχή u. ἀνα-κώχησις Hemmung, Waffenstillstand -
11 ανακωχή
armistice -
12 ανακωχή
rozejm (m) rzecz. -
13 ανακωχή
příměří -
14 ανακωχή
1) ceasefire2) truceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανακωχή
-
15 διακωχη
-
16 δια-κωχή
-
17 ἀνα-κωχή
ἀνα-κωχή, ἡ (nach alten Gramm. ἀνοκωχή, richtiger gebildete Form von ἔχω, für das nach Moeris hellenistische ἀνοχή, B. A. 406, die sich auch in einigen mss. findet), Hemmung, Waffenstillstand, Thuc. 1, 66, δι' ἀνακωχῆς γενέσϑαι τινί, mit einem Waffenstillstand gemacht haben, neben ἔνσπονδον εἶναι, 1, 40 u. öfter. Der Unterschied, den Ammon. macht, ἀνακωχὴ ἡ ἐπὶ τῶν νεῶν ἀναχώρησις, ἀνοκωχὴ ἀνοχὴ μικρὰ πολέμου, läßt sich wenigstens nicht nachweisen.
-
18 ἀν-οχή
ἀν-οχή (ἀνέχω), ἡ, 1) das Aufhalten, bes. ἀνοχαί, der Waffenstillstand, Xen. Mem. 4, 4, 17, neben σπονδαί (nach Moeris hellenistisch für ἀνακωχή); Pol. 2, 6 u. öfter; σπείσασϑαι ἀνοχάς, = ποιεῖσϑαι, Plut. Rom. 19 Pelop. 29; Sp.; ἀνοχῆς γενομένης ἀπὸ τῆς μάχης Alc dam. Od. 668, 30. – 2) ( ἀνέχομαι) Nachsicht, Geduld, N. T.; ἀνοχήν τινος διδόναι, Erlaubniß geben wozu, Hdn. 3, 6, 21. – 3) bei Poll. 4, 157 gleich ἀνατολή, Aufgang.
-
19 ἀν-οκωχή
-
20 συνομολογώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
ανακωχή — η προσωρινή διακοπή στις εχθροπραξίες ανάμεσα στους εμπόλεμους: Συνήθως την ανακωχή ακολουθούν διαπραγματεύσεις για ειρήνευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακωχῇ — ἀνακωχάζω bring to a stop fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνακωχάζω bring to a stop fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνακωχέω pres subj mp 2nd sg ἀνακωχέω pres ind mp 2nd sg ἀνακωχέω pres subj act 3rd sg ἀνοκωχή stay fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακωχή — ἀνοκωχή stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… … Dictionary of Greek
σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek