-
1 ἀνοκωχεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοκωχεύω
-
2 ἀγκ
-
3 ἀνανήχομαι
A = ἀνανέω, swim, Arist.Resp. 475b1 (s. v.l.); rise to the surface, Plu 2.985b: metaph., revive, recover, Ael.NA8.4;ὥσπερ ἐκ κλύδωνος Ph.1.260
;ἐκ νόσου λοιμώδους Paus.7.17.1
.2 swim up-stream, Opp.H.1.120:—[voice] Act. form ἀνανήξας· διαπλεύσας, Hsch.; cf. ἀνήξεις· κολυμβήσεις (fort. ἀννήξεις· ἀνακ.), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνανήχομαι
-
4 ἀνοκώχησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοκώχησις
-
5 ἀντικόπτω
II beat back, resist,1 in a physical sense, c. acc.,ὁκόταν νέφεα.. ἀντικόψῃ πνεῦμα ἐναντίον Hp.
Aeër. 8: abs.,ὅταν πνεῦμα ἀντικόπτῃ νότιον Arist.HA 599a1
, cf. PA 642b1; check growth,ὅταν ἀντικόψῃ ὁ χειμών Thphr.CP1.12.6
, cf. Epicur. Ep.1p.11U., al.:—in [voice] Pass., meet with resistance, Id.Nat.Herc.908.2; ἀ, ἀλλήλοις, of winds, Thphr.Vent.53.2 of persons,ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων.. X.HG2.3.15
, cf. Aristid. Or.43(1).10: c. dat, Phld.Vit.pp 9,25J.3 of things, ἤν τι ἀντικόψῃ if there be any hindrance, X.HG2.3.31; ἡ πυκνότης ἀ. πρὸς τοῦτο militates against this, Demetr.Lac.Herc.1055.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικόπτω
-
6 ὑπανακαθαίρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπανακαθαίρω
-
7 ἀνοκωχή
ἀνοκωχή, ἀνακωχήGrammatical information: f.Meaning: `cessation', esp. `of arms' (Th.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Reduplicated form from ἀνέχω like δι-οκωχή from διέχω; s. ἔχω; cf. ἀκώκη. The form with ἀνα-, from anteconsonantal ἀνα- was introduced because the formation became unclear; cf. Chantraine Étrennes Benveniste 12f.Page in Frisk: 1,112Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνοκωχή
-
8 ἀνακωχή (1)
ἀνοκωχή, ἀνακωχήGrammatical information: f.Meaning: `cessation', esp. `of arms' (Th.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Reduplicated form from ἀνέχω like δι-οκωχή from διέχω; s. ἔχω; cf. ἀκώκη. The form with ἀνα-, from anteconsonantal ἀνα- was introduced because the formation became unclear; cf. Chantraine Étrennes Benveniste 12f.Page in Frisk: 1,112Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνακωχή (1)
-
9 καινίζω
См. также в других словарях:
АНАК — •Άνακ, см. Аnас … Реальный словарь классических древностей
ανακώς — ἀνακῶς επίρρ. (Α) 1. επιμελώς, με φροντίδα 2. φρ. «ἀνακῶς ἔχω τινός», φροντίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ἀνακῶς απαντά πάντα σε φράσεις τού τ. ἀνακῶς ἔχειν τινός. Ο τ. δημιουργήθηκε είτε από θ. ἀνακ (ἄναξ «αυτός που επαγρυπνά για κάτι»), άποψη … Dictionary of Greek
θεϊκάτα — (Μ) επίρρ. όπως αρέσει στον θεό, θεάρεστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. θεϊκά (< θεϊκός) κατά τα επιρρ. σε ατα, πρβλ. ανάκ ατα, σταρ άτα] … Dictionary of Greek
χαριτώσιος — ον, Α χαρίεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + σπάνιο επίθημα ώσιος (πρβλ. ἀνακ ώσιος, ἐτ ώσιος)] … Dictionary of Greek
Αλ Χαριτζί, Ιούδα Μπεν Σολομόν — (Judah Ben Solomon Al Harizi, Τολέδο 1170 – 1230 μ.Χ.). Ισπανοεβραίος ποιητής. Πέρασε τη ζωή του ταξιδεύοντας (Ισπανία, Ευρώπη, Αίγυπτο, Περσία) και από τα ταξίδια αυτά αποκόμισε πολύτιμη πείρα και, συγχρόνως, υλικό για τα έργα του. Διακρίθηκε… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Φωτιστής — (257 – 332). Πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας. Ήταν γιος του Ανάκ, ανώτατου αξιωματούχου της Μεγάλης Αρμενίας και δολοφόνου (με την υποκίνηση των Περσών) του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρό. Πριν ανακηρυχθεί πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας, σπούδασε στην… … Dictionary of Greek