-
1 ανοκώχησις
-
2 ἀνοκώχησις
-
3 ἀνοκώχησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοκώχησις
-
4 ἀναπίεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπίεσις
См. также в других словарях:
ἀνοκώχησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)