-
1 ἀντι-κόπτω
ἀντι-κόπτω, entgegen-, zurückstoßen, Theophr., vom Winde; – intr., ἤν τι ἀντικόπτῃ, wenn sich ein Hinderniß zeigt, Xen. Hell. 2, 3, 17; sich widersetzen, 2, 3, 15 ἀντέκοπτε λέγων.
-
2 ἀντικόπτω
II beat back, resist,1 in a physical sense, c. acc.,ὁκόταν νέφεα.. ἀντικόψῃ πνεῦμα ἐναντίον Hp.
Aeër. 8: abs.,ὅταν πνεῦμα ἀντικόπτῃ νότιον Arist.HA 599a1
, cf. PA 642b1; check growth,ὅταν ἀντικόψῃ ὁ χειμών Thphr.CP1.12.6
, cf. Epicur. Ep.1p.11U., al.:—in [voice] Pass., meet with resistance, Id.Nat.Herc.908.2; ἀ, ἀλλήλοις, of winds, Thphr.Vent.53.2 of persons,ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων.. X.HG2.3.15
, cf. Aristid. Or.43(1).10: c. dat, Phld.Vit.pp 9,25J.3 of things, ἤν τι ἀντικόψῃ if there be any hindrance, X.HG2.3.31; ἡ πυκνότης ἀ. πρὸς τοῦτο militates against this, Demetr.Lac.Herc.1055.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικόπτω
-
3 ἀντικόπτω
ἀντι-κόπτω, entgegen-, zurückstoßen; sich widersetzen -
4 αντικοπτω
1) толкать назад, отбивать, отражать, противодействовать(ὅ ἐντὸς θερμὸς ἀντικόπτων Arst.)
ἀ. ἀλλήλοις Arst. — сталкиваться друг с другом2) препятствовать, мешать(εἴ τι ἀντικόψῃ Xen.)
3) перебивать, мешать(ἀντέκοπτε λέγων Xen.; οἱ ἀντικόπτοντες, οὔτ΄ ἀκούοντες Plut.)
См. также в других словарях:
αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… … Dictionary of Greek
κόψη — η [κόβω] 1. η ενέργεια τού κόβω, τμήση, κοπή 2. η ακμή κοφτερού εργαλείου («σέ γνωρίζω από την κόψη τού σπαθιού την τρομερή», Σολωμ. Εθν. Ύμν.) 3. η κατατομή, η εξωτερική εμφάνιση («έχει αετήσια κόψη») 4. η γραμμή συνάντησης τών δύο πλευρών… … Dictionary of Greek
χορτοκοπτικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για την κοπή χόρτου 2. φρ. «χορτοκοπτική μηχανή» μηχανή με την οποία κόβεται, τεμαχίζεται και καθαρίζεται από τα χώματα το χόρτο που προορίζεται για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κοπτικός (< κόπτω), πρβλ … Dictionary of Greek