Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντι-κόπτω

См. также в других словарях:

  • αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… …   Dictionary of Greek

  • κόψη — η [κόβω] 1. η ενέργεια τού κόβω, τμήση, κοπή 2. η ακμή κοφτερού εργαλείου («σέ γνωρίζω από την κόψη τού σπαθιού την τρομερή», Σολωμ. Εθν. Ύμν.) 3. η κατατομή, η εξωτερική εμφάνιση («έχει αετήσια κόψη») 4. η γραμμή συνάντησης τών δύο πλευρών… …   Dictionary of Greek

  • χορτοκοπτικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για την κοπή χόρτου 2. φρ. «χορτοκοπτική μηχανή» μηχανή με την οποία κόβεται, τεμαχίζεται και καθαρίζεται από τα χώματα το χόρτο που προορίζεται για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κοπτικός (< κόπτω), πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»